-
1 οικητήρ'
οἰκητῆρα, οἰκητήρmasc acc sgοἰκητῆρι, οἰκητήρmasc dat sgοἰκητῆρε, οἰκητήρmasc nom /voc /acc dual -
2 οἰκητῆρ'
οἰκητῆρα, οἰκητήρmasc acc sgοἰκητῆρι, οἰκητήρmasc dat sgοἰκητῆρε, οἰκητήρmasc nom /voc /acc dual -
3 οἰκητήρ
-
4 οικητηρ
-
5 οἰκητήρ
οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, Bewohner -
6 οἰκητήρ
οἰκ-ητήρ, ῆρος, ὁ, poet. for οἰκητής, S.OC 627, restored by Herm. for οἰκιστῆρας (from recc.) in A.Th.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκητήρ
-
7 συν-οικητήρ
συν-οικητήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Simond. mul. 102.
-
8 οικητης
-
9 οἰκητής
οἰκητής, ὁ, = οἰκητήρ, der Bewohner; Soph. O. R. 1450; Plat. Phaed. 111 b; Sp.
-
10 οἰκήτωρ
οἰκήτωρ, ορος, ὁ, = οἰκητήρ, Bewohner; γῆς, ἄντρων, Aesch. Suppl. 930 Prom. 351; χϑονός, Soph. O. C. 732; auch Ἅιδου πάντες εἴσ' οἰκήτορες, Trach. 282; Ai. 517; λαὸς οἰκήτωρ ϑεοῦ, Eur. Andr. 1090, öfter; auch Her. 4, 34. 7, 153; Thuc. 1, 2. 26; Xen. Cyr. 3, 3, 31 u. Folgde, wie Pol.
-
11 οικητήρα
-
12 οἰκητῆρα
-
13 οικητήρας
-
14 οἰκητῆρας
-
15 οικητήρος
-
16 οἰκητῆρος
-
17 οἰκιστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκιστήρ
-
18 ἀχρεῖος
ἀχρεῖος ([dialect] Att. ἄχρειος acc. to Hdn.Gr.1.136), ον, also α, ον IG7.303.10 ([place name] Oropus), Dsc.4.5, Polem.Phgn.69: [dialect] Ion. [full] ἀχρήϊος:—A useless, unprofitable,ἀχρήϊος ἀνήρ Hes.Op. 297
; ἐπέων νομός ib. 403; , cf. Hp.Int.39; ; opp. εὐγενής, Id.Fr. 667; ἐρινὸς ἀ. ὢν ἐς βρῶσιν ib. 181;ἀ. κοὐ σοφός E.Med. 299
;δοῦλος Ev.Matt.25.30
; ;λόγον ἀχρεῖον ἀπέρριψαν Ant.Lib.11.3
: [comp] Comp.-ότερος, ὄρνιθες Chrysipp.Stoic.3.195
: c. inf., unfit to do,ἀ. πράττειν τι Pl.R. 371c
: c. dat.,ἀ. τοῖς σώμασι Agatharch.Fr.Hist.3
, cf. Them.Or.26.326a.2 esp. unfit for war,ἀ. ὅμιλος Hdt.3.81
; τὸ ἀ. τοῦ στρατοῦ the unserviceable part of an army, Id.1.191;οἱ ἀχρειότατοι Th.1.93
, 2.6, cf. X.HG7.2.18;τὸ ἀ. τῆς ἡλικίας Th.2.44
. Adv.-είως, ἔχειν πρὸς ναυμαχίαν App.BC5.84
.II neut. ἀχρεῖον, as Adv., twice in Hom., ἀχρεῖον ἰδών giving a helpless look, looking foolish, of Thersites after being beaten, Il.2.269; ἀχρεῖον δ' ἐγέλασσε laughed without cause, made a forced laugh, of Penelope trying to disguise her feelings, Od.18.163; ἀχρεῖον κλάζειν bark without need or cause, Theoc.25.72.III Adv. ἀχρείως γέλασόν με (cf. ἀχρειόγελως) APl.4.86, cf. Them.Or.33.367b: neut. pl. as Adv. helplessly,Euph.
44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχρεῖος
-
19 συνοικητής
συν-οικητής, ὁ, u. συν-οικητήρ, ῆρος, ὁ, u. συν-οικήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, der mit einem anderen zusammen wohnt oder lebt, bes. vom ehelichen Zusammenleben -
20 Inhabitant
subs.P. and V. οἰκήτωρ, ὁ, ἔνοικος, ὁ or ἡ, οἰκητής, ὁ (Plat.), ἐπιχώριος, ὁ or ἡ, ἐγχώριος, ὁ or ἡ, V. οἰκητήρ, ὁ, κτίτης, ὁ.Inhabitants: P. and V. οἱ ἐνοικοῦντες.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inhabitant
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οικητήρ — οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α) κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κοσμη τήρ, κινη τήρ)] … Dictionary of Greek
οἰκητῆρ' — οἰκητῆρα , οἰκητήρ masc acc sg οἰκητῆρι , οἰκητήρ masc dat sg οἰκητῆρε , οἰκητήρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρα — οἰκητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρας — οἰκητήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρος — οἰκητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικητήριο — το (AM κατοικητήριον) ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. εν οικητήριον] … Dictionary of Greek
κατοικητήριος — κατοικητήριος, ία, ον (Α) κατοικίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκητήριος (< οἰκητήρ < οἰκῶ)] … Dictionary of Greek
οικητήριος — οἰκητήριος, ία, ον (Α) [οικητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός, σπιτικός («σκευάρια οἰκητήρια», Αλκ.) … Dictionary of Greek