-
1 οικητήρ'
οἰκητῆρα, οἰκητήρmasc acc sgοἰκητῆρι, οἰκητήρmasc dat sgοἰκητῆρε, οἰκητήρmasc nom /voc /acc dual -
2 οἰκητῆρ'
οἰκητῆρα, οἰκητήρmasc acc sgοἰκητῆρι, οἰκητήρmasc dat sgοἰκητῆρε, οἰκητήρmasc nom /voc /acc dual -
3 οἰκητήρ
οἰκ-ητήρ, ῆρος, ὁ, poet. for οἰκητής, S.OC 627, restored by Herm. for οἰκιστῆρας (from recc.) in A.Th.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκητήρ
-
4 οικητήρα
-
5 οἰκητῆρα
-
6 οικητήρας
-
7 οἰκητῆρας
-
8 οικητήρος
-
9 οἰκητῆρος
-
10 οἰκιστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκιστήρ
-
11 ἀχρεῖος
ἀχρεῖος ([dialect] Att. ἄχρειος acc. to Hdn.Gr.1.136), ον, also α, ον IG7.303.10 ([place name] Oropus), Dsc.4.5, Polem.Phgn.69: [dialect] Ion. [full] ἀχρήϊος:—A useless, unprofitable,ἀχρήϊος ἀνήρ Hes.Op. 297
; ἐπέων νομός ib. 403; , cf. Hp.Int.39; ; opp. εὐγενής, Id.Fr. 667; ἐρινὸς ἀ. ὢν ἐς βρῶσιν ib. 181;ἀ. κοὐ σοφός E.Med. 299
;δοῦλος Ev.Matt.25.30
; ;λόγον ἀχρεῖον ἀπέρριψαν Ant.Lib.11.3
: [comp] Comp.-ότερος, ὄρνιθες Chrysipp.Stoic.3.195
: c. inf., unfit to do,ἀ. πράττειν τι Pl.R. 371c
: c. dat.,ἀ. τοῖς σώμασι Agatharch.Fr.Hist.3
, cf. Them.Or.26.326a.2 esp. unfit for war,ἀ. ὅμιλος Hdt.3.81
; τὸ ἀ. τοῦ στρατοῦ the unserviceable part of an army, Id.1.191;οἱ ἀχρειότατοι Th.1.93
, 2.6, cf. X.HG7.2.18;τὸ ἀ. τῆς ἡλικίας Th.2.44
. Adv.-είως, ἔχειν πρὸς ναυμαχίαν App.BC5.84
.II neut. ἀχρεῖον, as Adv., twice in Hom., ἀχρεῖον ἰδών giving a helpless look, looking foolish, of Thersites after being beaten, Il.2.269; ἀχρεῖον δ' ἐγέλασσε laughed without cause, made a forced laugh, of Penelope trying to disguise her feelings, Od.18.163; ἀχρεῖον κλάζειν bark without need or cause, Theoc.25.72.III Adv. ἀχρείως γέλασόν με (cf. ἀχρειόγελως) APl.4.86, cf. Them.Or.33.367b: neut. pl. as Adv. helplessly,Euph.
44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχρεῖος
-
12 οἰκητήριον
οἰκητήριον, ου, τό (οἰκητήρ = οἰκητή ‘inhabitant’, cp. οἰκήτωρ; Eur., Democr.+; Cebes 17, 3 εὐδαιμόνων οἰκ.; Plut., Mor. 60b; UPZ 17a, 23 [127 B.C.]; BGU 1167, 33 [12B.C.]; POxy 235, 14 astrological term ‘house [of Kronos=Saturn]’ w. οἶκος lines 15 and 16; POxy 281, 11; ins in GPlaumann, Ptolemais 1910 p. 35 [76/75 B.C.]; 2 Macc 11:2; En 27:2; TestSol; Jos., C. Ap. 1, 153; Tat. 13, 2) a place for living, dwelling, habitation, of angels (Ps.-Aristot., De Mundo 2, 2 heaven as the οἰκητήριον θεοῦ or 3, 4 τῶν ἄνω θεῶν) ἀπολιπεῖν τὸ ἴδιον οἰκ. abandon one’s own dwelling Jd 6 (cp. POxy 235 above; ἴδιον οἰκ. as Cornutus 24 p. 45, 21; for the subject matter cp. En 15:3ff; Jos., Ant. 1, 73).—The glorified body of a transfigured Christian, dwelling (alternating w. οἰκία, οἰκοδομή vs. 1) 2 Cor 5:2 (s. on σκῆνος and the lit. on γυμνός 1b).—DELG s.v. οἶκο C. M-M. TW.
См. также в других словарях:
οικητήρ — οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α) κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κοσμη τήρ, κινη τήρ)] … Dictionary of Greek
οἰκητῆρ' — οἰκητῆρα , οἰκητήρ masc acc sg οἰκητῆρι , οἰκητήρ masc dat sg οἰκητῆρε , οἰκητήρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρα — οἰκητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρας — οἰκητήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρος — οἰκητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικητήριο — το (AM κατοικητήριον) ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. εν οικητήριον] … Dictionary of Greek
κατοικητήριος — κατοικητήριος, ία, ον (Α) κατοικίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκητήριος (< οἰκητήρ < οἰκῶ)] … Dictionary of Greek
οικητήριος — οἰκητήριος, ία, ον (Α) [οικητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός, σπιτικός («σκευάρια οἰκητήρια», Αλκ.) … Dictionary of Greek