-
1 οἰκητήρ
-
2 οἰκητήρ
οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, Bewohner -
3 συν-οικητήρ
συν-οικητήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Simond. mul. 102.
-
4 οἰκητής
οἰκητής, ὁ, = οἰκητήρ, der Bewohner; Soph. O. R. 1450; Plat. Phaed. 111 b; Sp.
-
5 οἰκήτωρ
οἰκήτωρ, ορος, ὁ, = οἰκητήρ, Bewohner; γῆς, ἄντρων, Aesch. Suppl. 930 Prom. 351; χϑονός, Soph. O. C. 732; auch Ἅιδου πάντες εἴσ' οἰκήτορες, Trach. 282; Ai. 517; λαὸς οἰκήτωρ ϑεοῦ, Eur. Andr. 1090, öfter; auch Her. 4, 34. 7, 153; Thuc. 1, 2. 26; Xen. Cyr. 3, 3, 31 u. Folgde, wie Pol.
-
6 συνοικητής
συν-οικητής, ὁ, u. συν-οικητήρ, ῆρος, ὁ, u. συν-οικήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, der mit einem anderen zusammen wohnt oder lebt, bes. vom ehelichen Zusammenleben
См. также в других словарях:
οικητήρ — οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α) κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κοσμη τήρ, κινη τήρ)] … Dictionary of Greek
οἰκητῆρ' — οἰκητῆρα , οἰκητήρ masc acc sg οἰκητῆρι , οἰκητήρ masc dat sg οἰκητῆρε , οἰκητήρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρα — οἰκητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρας — οἰκητήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρος — οἰκητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικητήριο — το (AM κατοικητήριον) ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. εν οικητήριον] … Dictionary of Greek
κατοικητήριος — κατοικητήριος, ία, ον (Α) κατοικίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκητήριος (< οἰκητήρ < οἰκῶ)] … Dictionary of Greek
οικητήριος — οἰκητήριος, ία, ον (Α) [οικητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός, σπιτικός («σκευάρια οἰκητήρια», Αλκ.) … Dictionary of Greek