-
1 οικητήρα
-
2 οἰκητῆρα
-
3 οικητήρ'
οἰκητῆρα, οἰκητήρmasc acc sgοἰκητῆρι, οἰκητήρmasc dat sgοἰκητῆρε, οἰκητήρmasc nom /voc /acc dual -
4 οἰκητῆρ'
οἰκητῆρα, οἰκητήρmasc acc sgοἰκητῆρι, οἰκητήρmasc dat sgοἰκητῆρε, οἰκητήρmasc nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
οἰκητῆρα — οἰκητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητῆρ' — οἰκητῆρα , οἰκητήρ masc acc sg οἰκητῆρι , οἰκητήρ masc dat sg οἰκητῆρε , οἰκητήρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικητήρ — οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α) κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κοσμη τήρ, κινη τήρ)] … Dictionary of Greek