Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

οἰκητῆρα

См. также в других словарях:

  • οἰκητῆρα — οἰκητήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητῆρ' — οἰκητῆρα , οἰκητήρ masc acc sg οἰκητῆρι , οἰκητήρ masc dat sg οἰκητῆρε , οἰκητήρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικητήρ — οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α) κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κοσμη τήρ, κινη τήρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»