-
1 οικητήρος
-
2 οἰκητῆρος
См. также в других словарях:
οἰκητῆρος — οἰκητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οικητήρος
2 οἰκητῆρος
οἰκητῆρος — οἰκητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)