-
1 δεμας
Iτό только nom. и преимущ. acc. sing.1) телосложение, осанка, тж. стан, рост или телоοὐ δ. οὐδὲ φυήν Hom. — ни телом, ни внешностью;
μικρὸς δ. Hom. — малорослый;κύων καλὸς δ. Hom. — красивая собака2) тело, труп(νεκρὸν δ. Batr.; ἄθαπτον δ. Soph.; πυρὴ καθήγνισται δ. Eur.)
3) в описанияхοἰκετῶν δ. Soph. = οἰκέται;
μητρῷον δ. Aesch. = μητέρα;οὐρανοῦ δ. Eur. = οὀρανόςII(πυρὸς δ. Hom.; οἰνάνθης δ. Soph.)
-
2 επιθεσις
- εως ἥ1) наложение, накладывание(ἐπιχρίστων Plut.)
2) возложение(χειρῶν NT.)
3) прикладывание крышки, т.е. запирание(ἀφαίρεσις καὴ ἐ. Arst.)
4) прилагание прозвищ (эпитетов)5) нападение(τῶν Περσῶν τοῖς Ἕλλησιν Plat.; τοῖς ἔργοις διὰ τοῦ πυρός Polyb.)
6) заговор, козни(ἐπὴ τὸ σῶμά τινος Arst.; οἰκετῶν Plut.)
7) попытка захвата(ἐπὴ τέν ἀρχήν Arst.; τές τυραννίδος Diod.)
-
3 εργαζομαι
(impf. εἰργαζόμην, fut. ἐργάσομαι, aor. εἰργασάμην, pf. εἴργασμαι - ион. ἔργασμαι; pass.: aor. εἰργάσθην, fut. ἐργασθήσομαι)1) работать, трудиться(ἐν γναφείῳ Lys.; πρὸς τὸν λύχνον Arst.)
ἀνάγκῃ ἐ. Hom. — заниматься принудительным трудом, т.е. быть обращенным в рабство;ἐ. ἐν τοῖς ἔργοις Dem. — работать в рудниках2) обрабатывать, обделывать(χρυσόν Hom.; ξύλα καὴ λίθους Xen.; ὅ εἰργασμένος σίδηρος Arst.)
3) (тж. ἐ. γῆν Thuc., Xen. или ἐ. ἀγρούς Xen., Plut.) возделывать землю, пахать(χαλκῷ Hes.; μετὰ τῶν οἰκετῶν Plut.)
4) разрабатывать, эксплуатировать(τὰ περὴ Λυδίαν μέταλλα Arst.)
5) ( о пчелах) вырабатывать(τὸν κηρόν Arst.)
6) производить, изготовлять(ἁμαξίδας Arph.)
7) образовывать, выделять(ἥ εἰργασμένη θερμότης Arst.)
8) перерабатывать, переваривать(τέν τροφήν Arst.)
9) строить, возводить(τὸ τεῖχος Her.; οἰκίας Plat.; οἰκοδόμημα διὰ ταχέων εἰργασμένον Thuc.)
10) вызывать, возбуждать,(φθόνον, ὀργήν Arst.)
11) создавать, ваять(ἀγάλματα Pind.; ἀνδριάντας Xen.; εἰκόνας Plat.)
12) сочинять, слагать(ὕμνους Pind.)
13) делать, творить, выполнять, совершать(κλυτὰ ἔργα Hom.; δεινὰ καὴ ἀσεβή Plat.; αἰσχρὸν ἔργον Plut.)
περὴ ἀνθρώπους ἄδικον μηδὲν ἐ. Plat. — не совершать ничего несправедливого по отношению к людям;πολλὰ καὴ καλὰ τέν Ἑλλάδα ἐ. Plat. — много прекрасного совершить для Эллады;αἴσχιστα ἐ. τινα Arph. — постыднейшим образом поступить с кем-л.;τὸ χρῆμα ἐργάζεται Arph. — дело (уже) делается, т.е. не терпит отлагательства;τὰ ἐργασμένα Eur., Her. — дела, деяния, поступки;ξηρὸν ἐ. τινα Luc. — иссушать кого-л.14) осуществлять, развивать(ἀρετήν Isocr.)
15) причинять, доставлять(πημονάς Soph.; πόθον τινί Dem.)
16) заниматься, промышлять(τὰς ἐργασίας τινάς Plat., Arst.)
ἐ. γλαυκήν Hes. (sc. θάλασσαν) — заниматься морским промыслом (т.е. морской торговлей или рыболовством)17) зарабатывать, наживать(χρήματα Her.; ἀργύριον Plat.)
18) вести торговлю, торговать(ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.; σώματι Dem. или ἀπὸ τοῦ σώματος Polyb.)
ἐ. κατὰ θάλασσαν Dem. — вести морскую торговлю;οἱ ἐργαζόμενοι Dem. — торговцы, купцы -
4 καθοπλιζω
вооружать(τῇ πανοπλία Aeschin.; τῶν οἰκετῶν τριάκοντα Plut.)
καθωπλισμένοι Xen. и καθοπλισάμενοι Polyb. — вооруженные; -
5 παμπληθια
См. также в других словарях:
οἰκετῶν — οἰκέτης household slave masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκέτων — ἔοικα as perf imperat act 3rd dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ORDINARIUS — I. ORDINARIUS apud Sueton. de Rhetorib. c. 2. Ordinarium eum appellat, deridens ut inflatum ac levem et sordidum; ubi perperam vulgo legitur Hordearium, scurra est. Ita enim apud Veteres scurra dicebatur. Festus, Ordinarius homo scurra ac… … Hofmann J. Lexicon universale
SPARTACUS — I. SPARTACUS Leuconis filius, Satyri nepos, Spartaci pronepos, suscepit oregnum Ponti, A. M. 3614. post patris mortem; Olympiadis centesimae sextae annô tertiô, tenuitque annos 5. Diodor. Sic. l. 16. Obiit Olymp. 107. ann. 4. succedente fratre… … Hofmann J. Lexicon universale
δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… … Dictionary of Greek
κλεπτίστατος — κλεπτίστατος, άτη, ον (Α) (υπερθ. τού κλέπτης) θρασύτατος και πολύ επιτήδειος κλέφτης, κλέφταρος, κλεφταράς («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός υπερθετικός βαθμός τού ουσιαστικού κλέπτης,… … Dictionary of Greek
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek
οικετεία — οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) [οικέτης] 1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.) 2. καταναγκαστική εργασία,… … Dictionary of Greek
οικετικός — οἰκετικός, ή, όν (ΑΜ) [οικέτης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη τής οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», Ιώσ.) 2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν (με… … Dictionary of Greek
παμπληθία — παμπληθία, ἡ (Α) [παμπληθής] όλο το πλήθος («παμπληθία οἰκετών», Σοφ.) … Dictionary of Greek
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek