-
1 παμπληθια
См. также в других словарях:
παμπληθία — παμπληθία, ἡ (Α) [παμπληθής] όλο το πλήθος («παμπληθία οἰκετών», Σοφ.) … Dictionary of Greek
παμπληθίαν — παμπληθίᾱν , παμπληθία multitude fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)