Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξεκινώ

  • 1 ξεκινώ

    ξεκινώάω αμετ.
    1) отправляться, пускаться в путь; трогаться, отходить; 2) стартовать;

    § ξεκινώ από... — исходить из...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξεκινώ

  • 2 ξεκινώ

    [ксэкино] р. начинать, отправляться в путь,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεκινώ

  • 3 ξεκινώ

    [ксэкино] ρ начинать, отправляться в путь.

    Эллино-русский словарь > ξεκινώ

  • 4 ξεκινώ

    balbutier

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > ξεκινώ

  • 5 ξεκινώ

    1) initiate
    2) instigate
    3) start

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ξεκινώ

  • 6 instigate

    ξεκινώ

    English-Greek new dictionary > instigate

  • 7 отправляться

    отправлять||ся
    1. (поехать, пойти) ξεκινώ, ἀναχωρώ, πηγαίνω:
    \отправлятьсяся в путь ξεκινώ (γιά τό ταξίδι)· \отправлятьсяся поездом, пароходом παίρνω τό τραίνο, τό βαπόρι·
    2. (отходить \отправляться о поезде и т. п.) φεύγω, ἀναχωρώ·
    3. (исходить из чего-л.) ὀρμώμαι, ξεκινώ ἀπό...· ◊ \отправлятьсяся на тот свет τά τινάζω· \отправлятьсяся на бокову́ю разг πηγαίνω νά κοιμηθώ, πάω νά τό κόψω δίπλα.

    Русско-новогреческий словарь > отправляться

  • 8 пускать

    пускать
    несов
    1. (отпускать) ἀφήνω, ἀπολύω:
    \пускать птицу на волю ἀφήνω τό πουλί ἐλεύθερο· \пускать детей в театр ἀφήνω τά παιδιά νά πᾶνε στό θέατρο·
    2. (впускать) ἐπιτρέπω τήν είσοδο, ἀφήνω νά μπή·
    3. (приводить в движение) βάζω σέ κίνηση, θέτω εἰς ἐνέργειαν, βάζω μπρος:
    \пускать завод θέτω σέ ἐνέργεια ἐργοστάσιο· \пускать машину θέτω σέ κίνηση μηχανή, βάζω μπρος τή μηχανή· \пускать часы βάζω μπρος τό ρολόΓ \пускать в эксплуатацию ἀρχίζω τήν ἐκμετάλλευση [-ιν]·
    4. (воду, пар и т. п.) ἀνοίγω· 5.:
    \пускать корни прям., перен ριζοβολῶ, πιάνω ρίζες, ριζώνω· \пускать ростки βγάζω βλαστάρια· ◊ \пускать в обращение что-л. βάζω (или θέτω) σέ κυκλοφορία· \пускать в продажу ἀρχίζω νά πουλώ, ἐκθέτω είς πὠλησιν \пускать в ход все средства χρησιμοποιώ ὀλα τά μέσα, κινώ γή καί οὐρανό· \пускать слух διαδίδω φήμη· \пускать поезд под откос ἐκτροχιάζω τραίνο· \пускать судно ко дну βυθίζω (или καταποντίζω) πλοίο· \пускать стрелу́ ρίχνω βέλος· \пускать по миру ἀφήνω (или ρίχνω) στους πέντε δρόμους· \пускать кровь кому́-л. κάνω ἀφαίμαξη σέ κάποιον· \пускать (себе) пу́лю в лоб τινάζω τά μυαλά μου στον ἀέρα· \пускать пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια· \пускаться
    1. (отправляться) ξεκινώ, πηγαίνω:
    \пускаться бежать τό βάζω στά πόδια· \пускаться вдогонку за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον \пускаться в дорогу, \пускаться в путь ξεκινώ·
    2. (начать делать что-л.) ἀρχίζω:
    \пускаться во что́-л. ἐπιχειρώ, ἀρχίζω ἐπιχείρηση (предпринимать)· \пускаться в поиски чего-л., кого-л. ἀρχίζω νά ψάχνω, ἀρχίζω τήν ἀναζήτηση· \пускаться вскачь ξεκινώ καλπάζοντας, καλπάζω· \пускаться в подробности μπαίνω σέ λεπτομέρειες· \пускаться в рассуждения ἀρχίζω τίς συζητήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > пускать

  • 9 трогать

    ρ.δ.μ.
    1. θίγω, εγγίζω• ψαύω, άπτομαι•

    трогать пальцем εγγίζω με το δάχτυλο.

    || επιθέτω• ακουμπώ. || παίρνω•

    эти деньги не -айте! αυτά τα χρήματα μην τα πειράζετε! || επιχειρώ κάτι• επιλαμβάνομαι, ανησυχώ ενοχλώ•

    никто здесь нас не трогал κανένας εδώ δε μας ενοχλούσε.

    || επιτίθεμαι•

    собака эта никого не -ает αυτό το σκυλί δε χύνεται σε κανέναν.

    2. μτφ. κινώ ελαφρά, προκαλώ ελαφρά κίνηση.
    3. μτφ. συγκινώ•

    меня -ает е судьба με συγκινεί η τύχη της•

    трогать до слз συγκινώ μέχρι δάκρυα•

    его речь -ает сердца слушателей ο λόγος του συγκινεί τις καρδιές των ακροατών.

    4. κουνώ, κινώ, παρακινώ, παροτρύνω.
    5. ξεκινώ, εκκινώ•

    лошади -ают τα άλογα ξεκινούν.

    || трогатьай προστκ. (για άλογο, αμαξά κ.τ.τ.)• άιντε, ξεκινά, πάμε, τράβα.
    1. θίγω, εγγίζω, άπτομαι• ψαύω.
    2. ξεκινώ, εκκινώ• αναχωρώ, φεύγω•

    поезд -ается το τρένο ξεκινά•

    трогать в путь ξεκινώ για δρόμο (πορεία)•

    3. μετακινούμαι•

    не трогать с места δεν το κουνώ από τη θέση.

    4. μτφ. συγκινούμαι• — до слз συγκινούμαι μέχρι δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > трогать

  • 10 исходить

    1. (брать что-л за основу) εκκινώ, ξεκινώ 2. (о звуках, запахах, тепле и т.п.) (προ)έρχομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исходить

  • 11 выступать

    выступать, выступить 1) (выйти вперёд) προεξέχω 2) (отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ 3) (публично) μιλώ ( δημόσια) εμφανίζομαι, παίζω (об актёре) \выступать перед микрофоном μιλώ στο μικρόφωνο·\выступать с предложением κάνω πρόταση
    * * *
    = выступить
    1) ( выйти вперёд) προεξέχω
    2) ( отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ
    3) ( публично) μιλώ (δημόσια); εμφανίζομαι, παίζω ( об актёре)

    выступа́ть пе́ред микрофо́ном — μιλώ στο μικρόφωνο

    выступа́ть с предложе́нием — κάνω πρόταση

    Русско-греческий словарь > выступать

  • 12 завести

    завести 1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ 2) (пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπρος; \завести мотор βάζω μπρος το μοτέρ; \завести часы κουρντίζω το ρολόι ◇ \завести знакомство πιάνω γνωριμία \завести разговор αρχίζω κουβέντα
    * * *
    1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ
    2) ( пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπρος

    завести́ мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ

    завести́ часы́ — κουρντίζω το ρολόι

    ••

    завести́ знако́мство — πιάνω γνωριμία

    завести́ разгово́р — αρχίζω κουβέντα

    Русско-греческий словарь > завести

  • 13 запускать

    I запускать, запустить I 1) (метнуть) ρίχνω εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. л.) \запускать спутник εκτοξεύω δορυφόρο 2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπρος II запускать, запустить II (не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω
    * * *
    I = запустить
    1) ( метнуть) ρίχνω; εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. п.)

    запуска́ть спу́тник — εκτοξεύω δορυφόρο

    2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπρος
    II = запустить
    ( не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω

    Русско-греческий словарь > запускать

  • 14 идти

    идти 1) πηγαίνω \идти пеш ком πηγαίνω πεζός, πηγαίνω με τα πόδια" идите сюда ελάτε εδώ вы идёте? θα πάτε; идёмте! πάμε! 2) (отправляться) ξεκινώ, φεύγω 3) περνώ (о дороге, тж. о времени) путь идёт через.., о δρόμος περνάει από... 4) (делать ход ) παίζω 5) театр., кино παίζομαι сегодня вечером в театре идёт... απόψε στο θέατρο παίζεται.. 6) (об осадках): идёт дождь βρέχει идёт снег χιονίζει ◇ речь идёт о... πρόκειται για...
    * * *

    идти́ пешко́м — πηγαίνω πεζός, πηγαίνω με τα πόδια

    иди́те сюда́ — ελάτε εδώ

    2) ( отправляться) ξεκινώ, φεύγω
    3) περνώ (о дороге, тж. о времени)

    путь идёт че́рез... — ο δρόμος περνάει από…

    4) ( делать ход) παίζω
    5) театр., кино παίζομαι

    сего́дня ве́чером в теа́тре идёт… — απόψε στο θέατρο παίζεται…

    ••

    речь идёт о… — πρόκειται για…

    Русско-греческий словарь > идти

  • 15 двинуться

    двинуть||ся
    см. двигаться· \двинутьсяся в путь ξεκινώ· \двинутьсяся в поход воен. ἐκστρατεύω, ξεκινώ γιά ἐκστρατεία[ν].

    Русско-новогреческий словарь > двинуться

  • 16 трогаться

    трогать||ся
    1. (двигаться) ξεκινώ, ἀναχωρώ:
    \трогатьсяся в путь ξεκινώ·
    2. (растрогаться) συγκινοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > трогаться

  • 17 двигать

    -аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.
    1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•

    двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.

    || μτφ. προωθώ, μετακινώ•

    двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.

    || κινώ με•

    двигать руками κινώ με τα χέρια.

    2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.
    3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•

    двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•

    двигать дело προωθώ την υπόθεση.

    4. υποκινώ, παρακινώ•

    им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•

    им двигает страсть κινείται από πάθος•

    им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).

    5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.
    εκφρ.
    еле ή с трудомκ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•

    двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.

    2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > двигать

  • 18 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 19 затеять

    ρ.σ. αρχίζω πρώτος, ανοίγω, ξεκινώ, επιχειρώ•

    затеять ссору αρχίζω πρώτος τη φιλονικία.

    || σκέφτομαι, διανοούμαι, σχεδιάζω.
    αρχίζω, ξεκινώ.

    Большой русско-греческий словарь > затеять

  • 20 исходить

    -ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исхоженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    περιέρχομαι, διατρέχω, γυρίζω (πεζός)•

    исходить всё поле γυρίζω όλο το χωράφι.

    -ожу, -одишь, μτχ. ενστ. исходящий
    ρ.δ.
    1. παλ. βγαίνω, ξεκινώ, έχω ως αρχή, αφετηρία.
    2. πηγάζω, προέρχομαι•

    сведения -ят из верных источников οι πληροφορίες προέρχονται από έγκυρες πηγές•

    исходить из предположения (предпосылки) ξεκινώ από την προύπόθεση.

    3. βλ. изойти 1. || πλησιάζω προς το τέλος, λήγω, διαρρέω, εκπνέω (για χρόνο).

    Большой русско-греческий словарь > исходить

См. также в других словарях:

  • ξεκινώ — ξεκινάω / ξεκινώ, ξεκίνησα, (σπάν.) ξεκινημένος βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκινώ — άω 1. κινώ να πάω, εκκινώ, αναχωρώ για κάπου («ξεκινάει μια ψαροπούλα...») 2. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω («κι εις τούτο μ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κινῶ (αόρ. ἐξ εκίνησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος… …   Dictionary of Greek

  • ξεκινώ — ξεκίνησα, αναχωρώ, αρχίζω κάτι: Φτωχό παιδί ξεκίνησα στη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… …   Dictionary of Greek

  • αφορμώμαι — (Α ἀφορμῶ, άω) [αφορμώμαι] 1. αναχωρώ, ξεκινώ 2. έχω ως αφετηρία αρχ. 1. ξεκινώ 2. αισθάνομαι αποστροφή για κάτι …   Dictionary of Greek

  • εκστρατεύω — (AM ἐκστρατεύω) κάνω εκστρατεία, ξεκινώ με στρατό για πόλεμο νεοελλ. επιδιώκω μαζί με άλλους την επιτυχία ενός κοινωφελούς σκοπού, ξεσπαθώνω, κάνω σταυροφορία («εκστρατεύω κατά τών ναρκωτικών») αρχ. 1. (μτβ. με αιτ.) οδηγώ κάποιον σε εκστρατεία,… …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • συναναζεύγνυμι — Α ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνόρνυμαι — Α ξεκινώ, αναχωρώ μαζί με άλλον («ἀφ Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄρνυμαι «ορμώ, ξεκινώ, ετοιμάζομαι να κάνω κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»