Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εμφανίζομαι

  • 1 εμφανίζομαι

    ἐμφανίζω
    show forth: pres ind mp 1st sg
    ἐμφανίζω
    show forth: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > εμφανίζομαι

  • 2 ἐμφανίζομαι

    ἐμφανίζω
    show forth: pres ind mp 1st sg
    ἐμφανίζω
    show forth: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > ἐμφανίζομαι

  • 3 εμφανίζομαι

    appear

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εμφανίζομαι

  • 4 belirmek

    εμφανίζομαι, εκδηλώνομαι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > belirmek

  • 5 εμφανίζω

    μετ.
    1) представлять, предъявлять; показывать;

    εμφανίζω συναλλαγματικήν — предъявлять вексель;

    2) представлять, изображать, показывать;

    εμφανίζω υπό νέαν όλως μορφήν — представлять в совсем ином свете;

    3) проявлять, обнаруживать;
    η νόσος ενεφάνισε νέαν επιπλοκήν болезнь дала новое осложнение; 4) фото проявлять; 1) — являться, показываться, появляться; — представать;

    δεν εμφανίζεται πλέον εις το κέντρον της πόλεως — он перестал появляться в центре города;

    οι μάρτυρες δεν εμφανίστηκαν свидетели не явились (в суд);

    εμφανίζομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;

    οι μη εμφανισθέντες уклонившиеся от явки в суд;
    2) проявляться, обнаруживаться; возникать; 3) выдавить себя;

    εμφανίζομαι ως κόμης — выдавать себя за графа;

    4) выступать (на сцене)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμφανίζω

  • 6 вырасти

    1. (стать выше, длиннее и т.п.) μεγαλώνω 2. (увеличиться в размерах, количестве, объёме) αναπτύσσομαι, αυξάνομαι 3. (показаться, возникнуть) εμφανίζομαι 4. (о растениях, волосах и т.п.) βγάζω, εμφανίζομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырасти

  • 7 появляться

    1. (зрительно) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. (возникать) εμφανίζομαι 3. (случаться, происходить) εκδηλώνομαι, συμβαίνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > появляться

  • 8 выступать

    выступать, выступить 1) (выйти вперёд) προεξέχω 2) (отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ 3) (публично) μιλώ ( δημόσια) εμφανίζομαι, παίζω (об актёре) \выступать перед микрофоном μιλώ στο μικρόφωνο·\выступать с предложением κάνω πρόταση
    * * *
    = выступить
    1) ( выйти вперёд) προεξέχω
    2) ( отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ
    3) ( публично) μιλώ (δημόσια); εμφανίζομαι, παίζω ( об актёре)

    выступа́ть пе́ред микрофо́ном — μιλώ στο μικρόφωνο

    выступа́ть с предложе́нием — κάνω πρόταση

    Русско-греческий словарь > выступать

  • 9 появиться

    появиться παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
    * * *
    παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι

    Русско-греческий словарь > появиться

  • 10 явиться

    явиться 1) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι; φτάνω, έρχομαι (приходить ) 2) (оказаться ) είμαι
    * * *
    1) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι; φτάνω, έρχομαι ( приходить)
    2) ( оказаться) είμαι

    Русско-греческий словарь > явиться

  • 11 обиаруживаться

    обиару́ж||иваться
    1. (становиться видимым) φανερώνομαι, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    2. (проявляться-\обиаруживатьсяо способностях и т. п.) ἐκδηλώνομαι, φανερώνομαι, ἐμφανίζομαι·
    3. (отыскиваться) ἀνακαλύπτομαι, βρίσκομαι, εὐρίσκομαι / ἀποκαλύπτομαι (выясняться, раскрываться).

    Русско-новогреческий словарь > обиаруживаться

  • 12 появляться

    появ||ляться
    несов ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, ἐκδηλώνομαι:
    внезапно \появлятьсялиться παρουσιάζομαι ξαφνικά· \появлятьсяляться на поверхности βγαίνω στήν ἐπιφάνεια· ◊ \появлятьсяляться на свет ἐμφανίζομαι, γεννιέμαι, ἔρχομαι στό,φῶς.

    Русско-новогреческий словарь > появляться

  • 13 являться

    явля||ться
    несов
    1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):
    \являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·
    2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    3. (оказываться, становиться) είμαι:
    \являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·
    4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:
    \являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > являться

  • 14 appear

    [ə'piə]
    1) (to come into view: A man suddenly appeared round the corner.) εμφανίζομαι
    2) (to arrive (at a place etc): He appeared in time for dinner.) φτάνω
    3) (to come before or present oneself/itself before the public or a judge etc: He is appearing on television today; He appeared before Judge Scott.) εμφανίζομαι
    4) (to look or seem as if (something is the case): It appears that he is wrong; He appears to be wrong.) φαίνομαι

    English-Greek dictionary > appear

  • 15 вырасти

    -ту, -тешь, παρλθ. χρ. вырос, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выросший, ρ.σ.
    1. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω (για ανθρώπους, ζώα, φυτά).
    2. εκφύομαι, ξεφυτρώνω, εμφανίζομαι, βγαίνω (για φυτά, τρίχες). || χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι, ορθώνομαι•

    в селе -ло большое здание στο χωριό χτίστηκε μεγάλο χτίριο.

    3. προβάλλω, εμφανίζομαι, φαίνομαι, διαγράφομαι, ξεχωρίζω•

    вдали -ли очертания гор στο βάθος ξεχώρησαν τα βουνά.

    4. εξελίσσομαι, αναδείχνομαι•

    вырасти в крупногоученного εξελίσσομαι σε μεγάλο επιστήμονα.

    εκφρ.
    вырасти в глазах – έχω την εκτίμηση κάποιου, χαίρω εκτίμησης.

    Большой русско-греческий словарь > вырасти

  • 16 выступить

    -плю, -пишь, ρ.σ.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι.
    2. ξεκινώ, εκκινώ, παίρνω κατεύθυνση, αναχωρώ.
    3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    слезы -ли на глазах δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια•

    выступить на сцене εμφανίζομαι στη σκηνή.

    4. αγορεύω, βγάζω, εκφωνώ λόγο, ομιλώ, δημηγορώ•

    выступить на собрании "ομιλώ στη συνέλευση.

    εκφρ.
    выступить в роли кого-н. – υποδύομαι το ρόλο κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > выступить

  • 17 зажечь

    -жгу, -жжешь, -жгут, παρλθ. χρ. зажег
    -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заж-женный, βρ: -жжен, жжена
    -жжено
    ρ.σ.μ.
    1. ανάβω•

    зажечь лампу ανάβω τη λάμπα•

    зажечь спичку ανάβω το σπίρτο•

    зажечь свет ανάβω το φως.

    2. μτφ. διεγείρω, τονώνω, ζωηρεύω, ζωπυρώ.
    ανάβω, καίω, φέγγω•
    || εμφανίζομαι φωτεινός. || μτφ. (για μάτια) λάμπω, α-οτράφτω. || εμφανίζομαι (για αισθήματα κλπ.).
    κυριεύομαι, κατέχομαι, ανάβω.

    Большой русско-греческий словарь > зажечь

  • 18 казаться

    кажусь, кажешься, μτχ. ενστ. кажущийся
    ρ.δ.
    1. φαίνομαι• δείχνω•

    -ется весёлым φαίνεται εύθυμος•

    это вам так -ется αυτό έτσι σας φαίνεται•

    он -ется моложе своих лет αυτός δείχνει να είναι νεότερος από τα χρόνια του•

    -ется что... φαίνεται ότι...• как -ется όπως φαίνεται.

    2. απρόσ. φαίνεται•

    мне -ется μου φαίνεται.

    облака -лось, касались вершин гор τα σύννεφα, φαινόταν, σαν να έγγιζαν στις κορυφές των βουνών.

    || νομίζω•

    -ется, я не опоздал νομίζω,πως δεν άργησα.

    3. (απλ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.
    εκφρ.
    не казаться на глаза – να μη με δει μάτι (δεν εμφανίζομαι).

    Большой русско-греческий словарь > казаться

  • 19 набежать

    -егу, -ежишь, -егут
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, σκοντάφτω, τρακάρω, πέφτω επάνω. || καλύπτω, σκεπάζω κινούμενος•

    тучки -ли на луну συννεφάκια σκέπασαν το φεγγάρι•

    волна -ла на берег το κύμα σκέπασε την ακτή.

    || βγαίνω, εμφανίζομαι•

    -ли морщины на лоб εμφανίστηκαν ρυτίδες στο μέτωπο•

    -ли слёзы έτρεξαν (πήγαν) δάκρυα.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, απότομα•

    ветер -ал ξαφνικά φύσηξε άνεμος.

    3. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζομαι, συναθροίζομαι•

    воры -ли μαζεύτηκαν κλέφτες.

    || ρέω, τρέχω, χύνομαι•

    вода -ла в яму νερό πολύ έτρεξε στο λάκκο.

    || (για χρήματα, τόκους) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, αποταμιεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > набежать

  • 20 навернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. наврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. (περί) τυλίγω.
    2. βιδώνω.
    3. εκτελώ δραστήρια, αναπτύσσω δραστηριότητα.
    1. (περι)τυλίγομαι.
    2. βιδώνομαι.
    3. (για δάκρυα) εμφανίζομαι, μου κινούν•

    у не -лись слёзы αυτής της πήγαν (κίνησαν) δάκρυα.

    4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι τυχαία•

    случай -лся отличный παρουσιάστηκε πρώτης τάξης ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > навернуть

См. также в других словарях:

  • εμφανίζομαι — εμφανίζομαι, εμφανίστηκα, εμφανισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐμφανίζομαι — ἐμφανίζω show forth pres ind mp 1st sg ἐμφανίζω show forth pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • επανθώ — (Α ἐπανθῶ, έω) (για ιδιότητα) εμφανίζομαι στην επιφάνεια τού σώματος (ιδίως τού προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο τής κόρης» «ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.) αρχ. 1. ανθώ 2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος… …   Dictionary of Greek

  • επιφαίνω — ἐπιφαίνω (AM) [φαίνω] παθ. ἐπιφαίνομαι εμφανίζομαι απροσδόκητα, προβάλλω, ξεφυτρώνω (α. «χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ. β. «ὅτι σφι μούνοισι ἔωθε ὁ Περσεὺς ἐπιφαίνεσθαι», Ηρόδ. γ. «ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῡ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῡ» …   Dictionary of Greek

  • εποπτάνομαι — ἐποπτάνομαι (AM) φαίνομαι, εμφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτάνομαι «εμφανίζομαι» (< οπ τός) από τη ρ. οπ (πρβλ. όπωπα «βλέπω»] …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

  • προεπιφαίνομαι — ΜΑ εμφανίζομαι πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιφαίνομαι «εμφανίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»