-
1 αναχωρώ
ἀναχωρέωgo back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀναχωρέωgo back: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀναχωρέωgo back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀναχωρέωgo back: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 ἀναχωρῶ
ἀναχωρέωgo back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀναχωρέωgo back: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀναχωρέωgo back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀναχωρέωgo back: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 αναχωρώ
αναχωρώ ρ. αμετβ.отбывать, уезжать, уходить (от мира)Этим.дргр. Первоначальное значение «удаляться» -
4 αναχωρώ
(ε) αμετ.1) отправляться; отбывать; уезжать; уходить? 2) исходить из чего-л.;αναχωρων από της αρχής — исходя из принципа
-
5 αναχωρώ
ablegen [Schiff] -
6 αναχωρώ
[анахоро] р. выезжать, удаляться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναχωρώ
-
7 αναχωρώ
[анахоро] ρ выезжать, удаляться. -
8 выбывать
выбывать, выбыть βγαίνω; αναχωρώ (уезжать) αποχωρώ (уходить) \выбывать из строя γίνο μαι ανίκανος για δουλειά \выбывать из игры βγαίνω από το παιχ νίδι* * *= выбытьвыбыва́ть из стро́я — γίνομαι ανίκανος για δουλειά
выбыва́ть из игры́ — βγαίνω από το παιχνίδι
-
9 вылетать
вылетать, вылететь αναχωρώ (με αεροπλάνο) απογειώνομαι когда мы вылетаем? πότε αναχωρούμε (или φεύγουμε);* * *= вылететьαναχωρώ ( με αεροπλάνο); απογειώνομαιкогда́ мы вылета́ем? — πότε αναχωρούμε ( или φεύγουμε)
-
10 выступать
выступать, выступить 1) (выйти вперёд) προεξέχω 2) (отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ 3) (публично) μιλώ ( δημόσια) εμφανίζομαι, παίζω (об актёре) \выступать перед микрофоном μιλώ στο μικρόφωνο·\выступать с предложением κάνω πρόταση* * *= выступить1) ( выйти вперёд) προεξέχω2) ( отправляться) αναχωρώ, ξεκινώвыступа́ть пе́ред микрофо́ном — μιλώ στο μικρόφωνο
выступа́ть с предложе́нием — κάνω πρόταση
-
11 ехать
ехать 1) πηγαίνω ( με μετα φορικό μέσο) \ехать поездом (на автомобиле, метро) πηγαίνω με τρένο ( αυτοκίνητο, μετρό) \ехать верхом πηγαίνω καβάλα 2) (уезжать) φεύγω, αναχωρώ куда вы едете? πού πηγαίνετε; я еду завтра φεύγω αύριο* * *е́хать по́ездом (на автомоби́ле, метро́) — πηγαίνω με τρένο (αυτοκίνητο, μετρό)
е́хать верхо́м — πηγαίνω καβάλα
2) ( уезжать) φεύγω, αναχωρώкуда́ вы е́дете? — πού πηγαίνετε
я е́ду за́втра — φεύγω αύριο
-
12 отплыть
-
13 уезжать
-
14 выбывать
выбыватьнесов, выбыть сов ἀναχωρώ, φεύγω, ἐγκαταλείπω:\выбывать из города ἀναχωρῶ ἀπό τήν πόλη· \выбывать из игры βγαίνω ἀπό τό παιγνίδι· \выбывать из строя а) γίνομαι ἀνάπητος, ἀνίκανος γιά δουλειά. б) βγαίνω ἐκτός μάχης (о военных). -
15 выезжать
выезжатьнесов ἀναχωρώ, φεύγω/ μετακομίζω (из квартиры):\выезжать за город ἀναχωρώ (или φεύγω) στήν ἐξοχή· \выезжать за границу φεύγω στό ἐξωτερικό. -
16 отправляться
отправлять||ся1. (поехать, пойти) ξεκινώ, ἀναχωρώ, πηγαίνω:\отправлятьсяся в путь ξεκινώ (γιά τό ταξίδι)· \отправлятьсяся поездом, пароходом παίρνω τό τραίνο, τό βαπόρι·2. (отходить \отправляться о поезде и т. п.) φεύγω, ἀναχωρώ·3. (исходить из чего-л.) ὀρμώμαι, ξεκινώ ἀπό...· ◊ \отправлятьсяся на тот свет τά τινάζω· \отправлятьсяся на бокову́ю разг πηγαίνω νά κοιμηθώ, πάω νά τό κόψω δίπλα. -
17 εις
πρόθ. I με αίτιατ.1) (при обознач, движения, направления) в, на; αναχωρώ εις Άγγλίαν я уезжаю в Англию; θα μεταβώ εις την πόλιν я поеду в город; ανεχώρησαν είς το μέτωπον они ушли на фронт; ανέβα εις την σκεπήν поднимись на крышу; 2) (при обознач, места) в, на; μένω είς την οδόν Πούσκιν я живу на улице Пушкина; εις την πόλιν μας в нашем городе; 3) (при обознач, расстояния) до; απ' Αθηνών εις Φάληρον от Афин до Фалерона; από την μίαν.δχθην εις την άλλην от одного берега до другого; 4) (при обознач, времени) в; εις τα 1973 в 1973 году; είς τάς δέκα Ιουλίου десятого июля; εις τάς εξ το πρωΐ в шесть часов утро; εις στιγμήν ακατάλληλον в неподходящий момент; 5) (при обознач, сферы проявления чего-л.) в; είμαι πρώτος (τελευταίος) εις τα μαθήματα быть первым (последним) в учении; διακρίνομαι εις όλα во всём выделяться; επιδέξιος εις τα όπλα ловкий в обращении с оружием; 6) (при обознач, стоимости) за; εις το τάλληρον δύο две штуки за 5 драхм; 7) (при обознач, способа оплаты): επληρώθη εις χρήμα (είς είδος) оплачено деньгами (натурой); 8) (при обознач, деления на части) в, на; διαιρώ εις πέντε μέρη делить на пять частей; δρόμα εις πράξεις τρείς драма в трёх действиях; διαιρώ εις μικρός ομάδας делить на маленькие группы; 9) (при обознач, объединения, слияния) в; συγχωνεύω τα δύο κεφάλαια τού βιβλίου εις ένα объединять 2 главы книги в одну; 10) (при обознач, глубины строя) по; εις ένα, εις δύο по одному, по два (в ряд); 11) (при обращении) к, в; απευθύνομαι εις τον υπουργόν (είς το υπουργείον) обращаться к министру (в министерство); ο Δήμαρχος ανήγγειλεν εις τούς κατοίκους мэр'объявил жителям; 12) (при обознач, цели): δαπανώ εις ενδύματα расходовать на одежду; αναχωρώ εις επισκέψεις отправляться с визитами; ετοιμοι εις μάχην готовы к бою; 13) (при обознач, изменения, превращения, перевода): ο βασιλεύς μετεμφιέσθη εις χωρικόν король переоделся крестьянином; από φίλος μετετράπη εις εχθρόν из друга превратился во врага; μεταφράζω από την γαλλικήν εις την ελληνικήν переводить с французского на греческий; 14) (при приказе, команде): εις τα όπλα! в ружьё!; εις παράταξιν! стройся!; εις τάς θέσεις σας! по местам!; εις έπαρσιν σημαίας! флаг поднять!; 15) (при выражении пожелания): εις (την) υγείαν σας! за ваше здоровье!; 16) (в клятвах): σάς ορκίζομαι εις την τιμήν μου клянусь честью; II με γεν. (при обознач, лица, с которым имеют дело): δουλεύω εις τού πεθερού μου работаю у своего тестя; § εις την εντέλειαν в совершенстве; εις μάτην напрасно, попусту, тщетно; εις όγδοον ин-октаво (о формате книги и т. п.) -
18 разъехаться
-едусь, -едешьсяρ.σ.1. (για πολλούς)• φεύγω• αναχωρώ (προς διάφορες κατευθύνσεις). || χωρίζω, παίρνω άλλη κατεύθυνση.2. φεύγω, αναχωρώ•она -лась с мужем αυτή έφυγε με τον άντρα της.
3. δε συναντιέμαι (καθ οδό)•разъехаться с товарищем δε συναντιέμα ι, στο δρόμο με το σύντροφο.
4. διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ πολύ σιμά•дорога такая узкая, что трудно разъехаться ο δρόμος είναι τόσο στενός, που είναι δύσκολο να μην εγγίξεις.
5. διαχωρίζω, -ομαι, χωρίζω, -ομαι, παίρνω άλλη κατεύθυνση•лыжи -лись на льду τα σκι χώρισαν στον πάγο.
|| πέφτω, σκορπώ. || κουρελιάζω, ξεφτίζω• σχίζομαι•рубашка -лась το πουκάμισο έγινε κουρέλια.
6. εκτείνομαι, πιάνω μέρος,. καταλαβαίνω χώρο. -
19 выехать
1. (уехать) αναχωρώ, φεύγω 2. (прибыть куда-л.) φθάνω/φτάνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выехать
-
20 отойти
1. (удалиться в сторону) απομακρύνομαι 2. (трансп.) αναχωρώ, ξεκινώ, φεύγωпоезд отошёл το τρένο έφυγε/αναχώρησε3. (отступить) υποχωρώ, φεύγω 4. (отделиться, перестать плотно прилегать к чему-л., выделиться) υποχωρ/ώобои отошли η ταπετσαρία ξεκόλλησε/υποχώρησεпятно отошло η κηλίδα/ο λεκές/το σημάδι εξαφανίστηκεРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отойти
См. также в других словарях:
αναχωρώ — αναχωρώ, αναχώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να … Dictionary of Greek
αναχωρώ — ησα 1. απομακρύνομαι από κάποιον τόπο, φεύγω: Πότε αναχωρείς για την πατρίδα; 2. ξεκινώ, αφορμώμαι από κάποιο δοσμένο: Αναχωρεί από την αρχή ότι τίποτε δε γίνεται χωρίς αιτία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναχωρῶ — ἀναχωρέω go back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναχωρέω go back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀναχωρέω go back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναχωρέω go back pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοίτη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τάφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το γοτθ. (af) leipan «αναχωρώ», το αρχ. άνω γερμ. lidan «αναχωρώ», τα αρχ. νορβηγικά leiδa «οδηγώ, ενταφιάζω» και leiδi «τάφος», ίσως δε και με το αβεστ. raēθ «φεύγω,… … Dictionary of Greek
μεταπατώ — μεταπατῶ (Μ) 1. αναχωρώ εκ νέου, μεταβαίνω σε άλλο μέρος 2. αναχωρώ έφιππος, ιππεύω … Dictionary of Greek
μετοίχομαι — (Α) 1. πηγαίνω να βρω κάποιον ή πηγαίνω να προσκαλέσω ή να πάρω κάποιον μαζί μου 2. επιζητώ ή επιδιώκω κάτι 3. ορμώ, επιτίθεμαι, καταδιώκω 4. διέρχομαι, περνώ 5. φεύγω συνοδευόμενος από κάποιον 6. αναχωρώ από έναν τόπο για να πάω σε άλλον.… … Dictionary of Greek
μισεύω — και μισσεύω και μισεύγω (Μ μισεύω και μισσεύω και μισεύγω) 1. (γενικά) αναχωρώ από έναν τόπο 2. (ειδικά) αποδημώ, εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι («σαν τούς αποχαιρέτησε κι εμίσσευγε», Ερωτόκρ.) 3. εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο 4. απομακρύνομαι, φεύγω,… … Dictionary of Greek
προεξοδεύω — Α αναχωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξοδεύω «αναχωρώ, φεύγω»] … Dictionary of Greek
συνεξοδεύω — Α 1. αναχωρώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. συνοδεύω πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξοδεύω «βγαίνω και πορεύομαι, αναχωρώ, φεύγω»] … Dictionary of Greek
υπάπειμι — Α 1. αναχωρώ, αποχωρώ σιγά σιγά ή κρυφά 2. μτφ. υπερβαίνω μια ορισμένη ηλικία («ἐφήβου ἄρτι ὑπαπῄει», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄπειμι (ΙΙ) «απέρχομαι, αναχωρώ, υποχωρώ»] … Dictionary of Greek