Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νήριτος

См. также в других словарях:

  • νήριτος — νήριτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής 3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό το θ. αρι… …   Dictionary of Greek

  • Νήριτος — countless masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήριτος — countless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήριτον — νήριτος countless masc/fem acc sg νήριτος countless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηρίτου — Νήριτος countless masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηρίτου — νήριτος countless masc/fem/neut gen sg νηρί̱του , νηρίτης sea snails masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηρίτων — Νήριτος countless masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηρίτων — νήριτος countless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηρίτῳ — Νήριτος countless masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηρίτῳ — νήριτος countless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήριτα — νήριτος countless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»