-
1 νήχομαι
-
2 νήχομαι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νήχομαι
-
3 νήχομαι
νήχωswim: pres ind mp 1st sg -
4 νήχω
A swim,νηχέμεναι μεμαώς Od.5.375
; νῆχε ib. 399;νῆχον πάλιν 7.280
;νῆχον ἐπ' ἄκρον ὕδωρ Hes.Sc. 317
; :—mostly [voice] Med. [full] νήχομαι, part.νηχόμενος Od. 7.276
, 14.352, Hes.Sc. 211; inf.νήχεσθαι Democr.172
: poet. [tense] impf.νήχοντο Titanomach.4
(cj. for - οντες): [tense] fut.νήξομαι Od.5.364
, Timo 32: [tense] aor.ἐνήξατο Lyc.76
; part.νηξαμένη AP9.36
(Secund.): the [voice] Med. forms alone used in later Prose, Plb.3.84.9, 5.48.9, Plu.2.1063b, Luc.Dom.1, Ael.NA3.11, and in compds. ([tense] fut. νήξω f.l. in Ael.NA9.25). -
5 συμπαρανέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπαρανέω
-
6 συνδιανήχομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδιανήχομαι
-
7 συνεπινήχομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπινήχομαι
-
8 ἀερονηχής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀερονηχής
-
9 νήχω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νήχω
-
10 παρανήχομαι
παρα - νήχομαι, fut. παρανήξομαι: swim along near the shore, Od. 5.417†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρανήχομαι
-
11 νήχυτος
Grammatical information: adj.Meaning: `streaming richly, overflowing', ὕδωρ, ἅλμη, ἱδρώς a.o. (hell. poetry); on ἐπινήχυτος `id.' ( δῶρα, Orph. A. 39, 312) s. below.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Can hardly be separated from the other frequent formations in - χυτος (: χέω) as ἀμφίχυ-τος, ἀ-διάχυ-τος, οἰνό-χυτος; than νη- (as opposed to νήριτος, νηλεής etc.) must be an artificial formation (Schwyzer 431 n. 7; not to νει-όθεν etc. with Prellwitz a. Bq). As however the comp. ἐπινήχυτος clearly belongs to ἐπινήχομαι, the question arises, whether νήχυτος was not in a parallel way connected with νήχομαι, which would fit the meaning better.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νήχυτος
-
12 νήχω
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νήχω
См. также в других словарях:
νήχομαι — (Α νήχομαι και σπαν. το ενεργ. νήχω και δωρ. τ. νάχω) κολυμπώ, πλέω στο νερό αρχ. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νηχόμενα τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήχω εμφανίζει ενεστ. επίθημα χω (πρβλ. ψήχω, τρύχω, σμήχω), που δηλώνει εμφατικά το τέλος τής… … Dictionary of Greek
νήχομαι — νήχω swim pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερονηχής — ἀερονηχής, ές (Α) αυτός που «κολυμπά», που πετά στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + νήχομαι] … Dictionary of Greek
ανανήχομαι — ἀνανήχομαι (Α) 1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού 2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] … Dictionary of Greek
εννήχομαι — ἐννήχομαι (Α) [νήχομαι] κολυμπώ ή πλέω μέσα σε κάτι το ενεργ. εννήχω μτγν. και μόν. στον Γαλην., με την ίδια σημασία … Dictionary of Greek
επινήχομαι — ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι) 1. κολυμπώ στην επιφάνεια 2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια 3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς») αρχ. 1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.) 2.… … Dictionary of Greek
κατανήχομαι — (Α) κολυμπώ κατά τη διεύθυνση τού ρεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νήχομαι «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek
νήχυτος — νήχυτος, ον (Α) 1. αυτός που ρέει με αφθονία, που χύνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «νήχυτον ὕδωρ» β. «νήχυτος ἱδρώς») 2. (για νεαρούς βλαστούς) ο γεμάτος από χυμό, εύχυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. σε χυτος (< χέω), πρβλ. αμφί χυτος,… … Dictionary of Greek
νηχαλέος — νηχαλέος, α, ον (Α) αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο νηκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, νηφ αλέος)] … Dictionary of Greek
νηχείον — νηχεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου κολυμπούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + κατάλ. εῖον] … Dictionary of Greek
παρανήχομαι — ΜΑ περνώ από έναν τόπο κολυμπώντας αρχ. 1. κολυμπώ κοντά στην ακτή 2. κολυμπώ κοντά ή δίπλα σε κάποιον («τοὺς ἵππους παρὰ τὰ πλοῑα παρανηχομένους», Πλούτ.) 3. μτφ. διέρχομαι, περνώ («ἐπεὶ παρενήξατο τὸ πλεῡν ἥβης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek