-
1 εικοστή
-
2 εἰκοστῇ
-
3 εικοστή
εἰκοστήfem nom /voc sg (attic epic ionic)εἰκοστόςtwentieth: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 εἰκοστή
εἰκοστήfem nom /voc sg (attic epic ionic)εἰκοστόςtwentieth: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 εἰκοστή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοστή
-
6 εικοστήι
εἰκοστῇ, εἰκοστήfem dat sg (attic epic ionic)εἰκοστῇ, εἰκοστόςtwentieth: fem dat sg (attic epic ionic) -
7 εἰκοστῆι
εἰκοστῇ, εἰκοστήfem dat sg (attic epic ionic)εἰκοστῇ, εἰκοστόςtwentieth: fem dat sg (attic epic ionic) -
8 εικοστά
εἰκοστά̱, εἰκοστήfem nom /voc /acc dualεἰκοστά̱, εἰκοστήfem nom /voc sg (doric aeolic)εἰκοστόςtwentieth: neut nom /voc /acc plεἰκοστά̱, εἰκοστόςtwentieth: fem nom /voc /acc dualεἰκοστά̱, εἰκοστόςtwentieth: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 εἰκοστά
εἰκοστά̱, εἰκοστήfem nom /voc /acc dualεἰκοστά̱, εἰκοστήfem nom /voc sg (doric aeolic)εἰκοστόςtwentieth: neut nom /voc /acc plεἰκοστά̱, εἰκοστόςtwentieth: fem nom /voc /acc dualεἰκοστά̱, εἰκοστόςtwentieth: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 εικοστής
-
11 εἰκοστῆς
-
12 εικοσταί
-
13 εἰκοσταί
-
14 εικοστών
-
15 εἰκοστῶν
-
16 εικοστάς
-
17 εἰκοστάς
-
18 εικοστήν
-
19 εἰκοστήν
-
20 εἰκοστός
II εἰκοστή, ἡ, a tax of a twentieth, εἰ. τῶν γιγνομένων, τῶν κατὰ θάλασσαν, Th.6.54, 7.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοστός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εἰκοστῇ — εἰκοστή fem dat sg (attic epic ionic) εἰκοστός twentieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) εἰκοστός twentieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστῆι — εἰκοστῇ , εἰκοστή fem dat sg (attic epic ionic) εἰκοστῇ , εἰκοστός twentieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσταί — εἰκοστή fem nom/voc pl εἰκοστός twentieth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστῆς — εἰκοστή fem gen sg (attic epic ionic) εἰκοστός twentieth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστήν — εἰκοστή fem acc sg (attic epic ionic) εἰκοστός twentieth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστῶν — εἰκοστή fem gen pl εἰκοστός twentieth fem gen pl εἰκοστός twentieth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικοσταίος — εἰκοσταῑος, α, ον (Α) αυτός που αναφέρεται στην εικοστή ημέρα, που συμβαίνει την εικοστή ημέρα … Dictionary of Greek
εικοστός — ή, ό (AM εἰκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμητικό) αυτός που κατέχει την τάξη τού αριθμού είκοσι, βρίσκεται μετά τον δέκατο ένατο νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η εικοστή (ημέρα) τού μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοστό καθένα από τα είκοσι ίσα μέρη ενός… … Dictionary of Greek
εἰκοστά — εἰκοστά̱ , εἰκοστή fem nom/voc/acc dual εἰκοστά̱ , εἰκοστή fem nom/voc sg (doric aeolic) εἰκοστός twentieth neut nom/voc/acc pl εἰκοστά̱ , εἰκοστός twentieth fem nom/voc/acc dual εἰκοστά̱ , εἰκοστός twentieth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тразибул — (Θρασύβουλος) сын Ликона, выдающийся афинский полководец, демократ по убеждениям; отличался энергией, предприимчивостью и горячею любовью к отечеству. В 411 г., при восстании демоса на о ве Самоса против олигархии четырехсот, в котором принимали… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона