Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εἰκοστή

См. также в других словарях:

  • εἰκοστῇ — εἰκοστή fem dat sg (attic epic ionic) εἰκοστός twentieth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοστή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) εἰκοστός twentieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοστῆι — εἰκοστῇ , εἰκοστή fem dat sg (attic epic ionic) εἰκοστῇ , εἰκοστός twentieth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοσταί — εἰκοστή fem nom/voc pl εἰκοστός twentieth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοστῆς — εἰκοστή fem gen sg (attic epic ionic) εἰκοστός twentieth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοστήν — εἰκοστή fem acc sg (attic epic ionic) εἰκοστός twentieth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοστῶν — εἰκοστή fem gen pl εἰκοστός twentieth fem gen pl εἰκοστός twentieth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικοσταίος — εἰκοσταῑος, α, ον (Α) αυτός που αναφέρεται στην εικοστή ημέρα, που συμβαίνει την εικοστή ημέρα …   Dictionary of Greek

  • εικοστός — ή, ό (AM εἰκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμητικό) αυτός που κατέχει την τάξη τού αριθμού είκοσι, βρίσκεται μετά τον δέκατο ένατο νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η εικοστή (ημέρα) τού μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοστό καθένα από τα είκοσι ίσα μέρη ενός… …   Dictionary of Greek

  • εἰκοστά — εἰκοστά̱ , εἰκοστή fem nom/voc/acc dual εἰκοστά̱ , εἰκοστή fem nom/voc sg (doric aeolic) εἰκοστός twentieth neut nom/voc/acc pl εἰκοστά̱ , εἰκοστός twentieth fem nom/voc/acc dual εἰκοστά̱ , εἰκοστός twentieth fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тразибул — (Θρασύβουλος) сын Ликона, выдающийся афинский полководец, демократ по убеждениям; отличался энергией, предприимчивостью и горячею любовью к отечеству. В 411 г., при восстании демоса на о ве Самоса против олигархии четырехсот, в котором принимали… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»