Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νήριθμος

См. также в других словарях:

  • νήριθμος — νήριθμος, ον (Α) αναρίθμητος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀριθμός (πρβλ. ισ ήριθμος)] …   Dictionary of Greek

  • νήριθμος — countless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήριθμον — νήριθμος countless masc/fem acc sg νήριθμος countless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηρίθμοις — νήριθμος countless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηρίθμοισι — νήριθμος countless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηρίθμοισιν — νήριθμος countless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηρίθμους — νήριθμος countless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηρίθμων — νήριθμος countless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήριθμα — νήριθμος countless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήριθμοι — νήριθμος countless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»