-
81 δια-πτερύσσομαι
δια-πτερύσσομαι, dep. med., hin- u. herflattern, Plut. de Fluv. 6, 4.
-
82 δια-πτερνιστής
δια-πτερνιστής, ὁ, = πτερνιστής, Clem. Al.
-
83 δια-πταίω
δια-πταίω (s. πταίω), verstärktes πταίω; übertr., mit der Zunge anstoßen, stottern, καὶ βαρβαρίζειν Luc. Somn. 8.
-
84 δια-πτοιέω
δια-πτοιέω, p. = διαπτοέω, w. m. s.
-
85 δια-πτοέω
δια-πτοέω, poet. διαπτοιέω, auseinander scheuchen; Hom. Odyss. 18, 340 ἃς εἰπὼν ἐπέεσσι διεπτοίησε γυναῖκας; Apoll. Rh. 3, 1345; φόβος στρατόν Eur. Bacch. 304; vgl. Plut. Cleom. 5; δείσαντες διεπτοήϑημεν Plat. Rep. I, 336 b; διαπτοηϑεῖεν von Pferden = scheu werden Pol. 3, 51.
-
86 δια-πτέρωσις
δια-πτέρωσις, ἡ, das Reinigen mit einer Feder, Medic.
-
87 δια-πυρσεύω
δια-πυρσεύω, dasselbe, Plut. Demetr. 8, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας ὰνϑρώπους. – Med., ein Feuerzeichen geben, πρός τινα, Pol. 1, 19.
-
88 δια-πυρσαίνω
δια-πυρσαίνω, erleuchten, τοῦ οὐρανοῦ, Philostr.
-
89 δια-πυρόω
δια-πυρόω, verbrennen, auch med., Τροίαν διεπυρωσάμην Eur. Cycl. 690; pass., übertr., τῷ ϑυμῷ διετυροῦτο Plut. Phoc. 6.
-
90 δια-πυριάω
δια-πυριάω, erhitzen, Hippocr.
-
91 δια-πυρίζω
δια-πυρίζω, dasselbe, Hesych. διοργισϑῆναι.
-
92 δια-πυκτεύω
δια-πυκτεύω, im Faustkampfe wetteifern, kämpfen, τινί, mit Einem, Xen. Cyr. 7, 5, 53; übh. sich streiten, τινί, Luc. Gall. 22.
-
93 δια-πυνθάνομαι
δια-πυνθάνομαι (s. πυνϑάνομαι), durchforschen, -fragen, τί, Plat. Conv. 172 a; τοῦ ϑεοῦ, πῶς χρή Rep. V, 469 a; sich genau nach etwas erkundigen, Xen. Hell. 5, 4, 2; τί τινος, Plut. Cat. min. 16; Rom. 8.
-
94 δια-πωρόομαι
δια-πωρόομαι, pass., eine Schwiele bekommen, Hippocr.
-
95 δια-πωλέω
δια-πωλέω, (vereinzelt) verkaufen, Xen. Hell. 4, 6, 6 u. Sp., wie Plut. Oth. 4.
-
96 δια-πόπτω
δια-πόπτω, durchhauen, zerschlagen; μοχλόν Thuc. 2. 4; ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖϑρα Xen. An. 7, 1, 17; ofter Pol., z. B. 7, 18. 2; durchbrechen, τὰς τάξεις Xen. An. 1, 8, 10; wie τοὺς πολεμίους Plut. Pelop. 17; Pol. 3. 74. 4; συμμα χίαν, συνϑήκας, brechen, 4, 36. 2. 18, 25, 3; τὰς διαλύσεις, abbrechen, 1, 69, 5; übh. = verwunden; bes. von tiefen Wunden, Medic.; μηροὺς καὶ βραχίονας διακικομμένος Plut. Eum. 7; – trennen, καὶ διΐστη Plut. Pomp. 19. – Auch intr., durchbrechen, Xen. Hell. 7. 5, 23; sich durchschlagen, διακεκοφότας Cyr. 3, 3, 66; vgl. βέλος διακόψαν ἄχρι τοῦ διελϑεῖν Luc. Nigr. 37.
-
97 δια-πόρφυρος
δια-πόρφυρος, mit Purpur untermischt, Diosc.
-
98 δια-πόρευσις
δια-πόρευσις, ἡ, das Durchreisen, Suid.
-
99 δια-πόρθμευσις
δια-πόρθμευσις, ἡ, das Ueberfahren, Sp.
-
100 δια-πόμπιμος
δια-πόμπιμος, übergesetzt, versandt; D. Sic. 2, 49; Opp. Cyn. 3, 47.
См. также в других словарях:
Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
διά — through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διὰ τί τοῦ Μαίου μηνὸς οὐκ ἄγονται γυναῖκες. — См. Кто в Мае женится, тот будет маяться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)