-
1 δια-πόμπιμος
δια-πόμπιμος, übergesetzt, versandt; D. Sic. 2, 49; Opp. Cyn. 3, 47.
-
2 διαπόμπιμος
δια-πόμπιμος, übergesetzt, versandt -
3 διαπομπιμος
2развозимый, вывозимый за границу(ὅ εἰς τέν οἰκουμένην ἅπασαν δ. λιβανωτός Diod.)
1 δια-πόμπιμος
δια-πόμπιμος, übergesetzt, versandt; D. Sic. 2, 49; Opp. Cyn. 3, 47.
2 διαπόμπιμος
3 διαπομπιμος
(ὅ εἰς τέν οἰκουμένην ἅπασαν δ. λιβανωτός Diod.)