-
1 δια-πυκτεύω
δια-πυκτεύω, im Faustkampfe wetteifern, kämpfen, τινί, mit Einem, Xen. Cyr. 7, 5, 53; übh. sich streiten, τινί, Luc. Gall. 22.
-
2 διαπυκτεύω
δια-πυκτεύω, im Faustkampfe wetteifern, kämpfen; übh. sich streiten -
3 διαπυκτευω
1) кулаками прокладывать себе дорогу(πολλοῖς διεπύκτευσα Xen.)
2) биться на кулаках, драться(τισί Luc.)
См. также в других словарях:
πυκτεύω — και βοιωτ. τ. πουκτεύω Α [πύκτης] 1. μάχομαι ή αγωνίζομαι με κάποιον με την πυγμή, πυγμαχώ («πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν ὅπου ἄν συμβάλωσι», Ξεν.) 2. είμαι πυγμάχος («πυκτεύειν καὶ παγκρατιάζειν», Πλάτ.) 3. χτυπώ κάποιον με την πυγμή («τίς εἰς σὸν… … Dictionary of Greek