-
101 δια-πόμπησις
δια-πόμπησις, ἡ, dasselbe, Clem. Al.
-
102 δια-πόντιος
δια-πόντιος, 1) jenseits des Meeres, γᾶ Aesch. Ch. 847; πόλεμος, mit überseeischen Feinden, Thuc. 1, 141, wie Pol. 1, 71. 18, 18; στρατεία Xen. Hell. 6, 2, 9, wie Plut. Alc. 19; ἀρχή, überseeische Provinz. Dion. Hal. 7, 71; σύμμαχοι D. Sic. 11, 37 u. a. Sp. – 2) über das Meer hin; δ. πέτεται Alexis Ath. IV, 165 a; πλευσοῦμαι δ. Theocr. 14, 55; Plut.
-
103 δια-πόνησις
δια-πόνησις, ἡ, das Durcharbeiten, die Uebung, Bereitung, Plut. u. a. Sp.
-
104 δια-πύω
δια-πύω, zum Eltern bringen.
-
105 δια-πύησις
δια-πύησις, ἡ, das Durchbrechen des Eiters, Hippocr.
-
106 δια-πύθω
δια-πύθω, durchfaulen.
-
107 δια-πύλιον
δια-πύλιον, τό, der Thorzoll, Arist. Oec. 2, 14.
-
108 δια-πύημα
-
109 δια-παπταίνω
δια-παπταίνω, scheu umhersehen, πρὸς ἄλλον ἄλλοτε τῶν ἡγεμόνων Plut. Fab. 11.
-
110 δια-παρα-σιωπάω
δια-παρα-σιωπάω, verschweigen, Ios.
-
111 δια-παρ-οξύνω
δια-παρ-οξύνω, verstärkt παροξύνω, Ios.
-
112 δια-παρθενεύω
δια-παρθενεύω, entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρϑενευμένη, διεπαρϑένευσε, διαπεπαρϑενευκότα, διεπαρϑένευσα Comici bei Poll. 3, 42.
-
113 δια-παρθένευσις
δια-παρθένευσις, ἡ, Entjungferung, Sp.
-
114 δια-παρθένια
δια-παρθένια, τά, δῶρα, Geschenke an die Braut für die geraubte Jungfernschaft, Amphis bei Poll. 3, 36.
-
115 δια-πασσαλεύω
δια-πασσαλεύω, ausspannen u. annageln, beim Kreuzigen, Her. 7, 33; Plut. Artax. 17; Leder, Ar. Equ. 369.
-
116 δια-πατέω
δια-πατέω, durchtreten, τὴν χιόνα Pol. 3, 55, 2.
-
117 δια-παφλάζω
δια-παφλάζω, aufbrausen, χόλος, Nonn. D. 31, 24.
-
118 δια-παύω
-
119 δια-πιπράσκω
δια-πιπράσκω (s. πιπράσκω), verkaufen (in einzelnen kleinen Theilen), οὐσίαν τιμῆς τῆς τυχούσης, für jeden Preis, Plut. Lysand. et Sull. 3, u. Sp.
-
120 δια-πεπονημένως
δια-πεπονημένως, ausgearbeitet, sorgfältig, Isocr. Ep. 6, 6.
См. также в других словарях:
Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
διά — through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διὰ τί τοῦ Μαίου μηνὸς οὐκ ἄγονται γυναῖκες. — См. Кто в Мае женится, тот будет маяться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)