-
1 δια-πυρίζω
δια-πυρίζω, dasselbe, Hesych. διοργισϑῆναι.
-
2 διαπυριάω
δια-πυριάω u. δια-πυρίζω, erhitzen -
3 διαπυρίζω
δια-πυριάω u. δια-πυρίζω, erhitzen
См. также в других словарях:
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek