Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νόσοις

См. также в других словарях:

  • νόσοις — νόσος sickness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГАЛЕН —    • Galēnus,          Γαληνός, Claudius, врач, история жизни и образования которого известна нам из многочисленных намеков в его сочинениях. Он родился в 131 г. от Р. X. в Пергаме. Отец его Никон, геометр и архитектор, был человек зажиточный и… …   Реальный словарь классических древностей

  • Galēnos — Galēnos, Claudius, geb. 131 n. Chr. in Pergamum, wo sein Vater Nikon Architekt war; er studirte Philosophie u. Medicin erst in seiner Vaterstadt, dann nach seines Vaters Tode 152 in Smyrna, Korinth u. Alexandrien, bes. Anatomie. Zurückgekehrt… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • недоугыи — (1*) пр. Больной: но елици бѣаху недузии слѣпотою. одержими вси ицѣлиша(с). (νόσοις) ЖВИ XIV–XV, 119г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Matthew 4:24 — Jesus healing the demon possessed Matthew 4:24 is the twenty fourth verse of the fourth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. This verse is part of a brief summary of and introduction to Jesus ministry in Galilee, which will be… …   Wikipedia

  • μανιάς — μανιάς, άδος, ἡ (Α) ως επίθ. μανιώδης, εμμανής («μανιάσιν νόσοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν τού μαίνομαι + κατάλ. ιάς (πρβλ. σηπ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… …   Dictionary of Greek

  • στενακτός — ή, όν, Α [στενάζω] 1. αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινός, ἐξεπέμπετο», Σοφ.) 2. στενακτικός …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»