Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ματρυλεῖον

См. также в других словарях:

  • ματρυλείον — ματρυλεῑον και ματρύλλιον και μαστρύλλιον και, κατά τον Ησύχ., ματρύλειον, τὸ (Α) ο οίκος ανοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτρυλλα*. Ο τ. μαστρύλλιον κατ επίδραση τού μαστροπός] …   Dictionary of Greek

  • ματρυλεῖον — brothel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματρυλεῖα — ματρυλεῖον brothel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματρυλείοις — ματρυλεῖον brothel neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματρυλείων — ματρυλεῖον brothel neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματρυλείῳ — ματρυλεῖον brothel neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματρύλλιον — ματρύλλιον, τὸ (Α) βλ. ματρυλείον …   Dictionary of Greek

  • μαύλις — (I) μαῡλις, ιδος και ιος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μαστροπός, προαγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. μαῦλις (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. τής λυδικής *mav lis < *Mavś, όνομα λυδικής θεότητας …   Dictionary of Greek

  • ματρυλείωι — ματρυλείῳ , ματρυλεῖον brothel neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»