-
1 νιφάδες
νιφάςsnowflake: fem nom /voc pl -
2 νιφάς
A snowflake, Hom. (only in Il.), mostly in pl.,ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12.278
; βρέχε.. χρυσέαις νιφάδεσσι, a legendary statement of the wealth of Rhodes, Pi.O.7.34;ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Il. 3.222
, cf. Luc.Dem.Enc.5: sg. in collect. sense, snowstorm,νιφὰς ἠὲ χάλαζα Il.15.170
; [πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι was wrapt as in deep snow, Pi.O.10(11).51. -
3 πίπτω
A Exc. ex libris Herodiani p.28 (cf. Hdn.Gr.2.377 note); poet. subj.πίπτῃσι Pl.Com. 153.5
: [dialect] Ep. [tense] impf.πῖπτον Il.8.67
, etc. (for the quantity of ι cf. Hdn. Gr.2.10); [dialect] Ion. πίπτεσκον ( συμ-) Emp.59.2: [tense] fut. (lyr.), etc.; [dialect] Ion.[ per.] 3pl.πεσέονται Il.11.824
, [ per.] 3sg.πεσέεται Hdt.7.163
, 168: [tense] aor. ἔπεσον, inf. πεσεῖν, Il.13.178, etc.; [ per.] 2sg. opt.πεσοίης Polem.Call. 10.14
; [dialect] Aeol. and [dialect] Dor.ἔπετον Alc.60
, Pi.O.7.69, P.5.50, ([etym.] κάπετον) O.8.38, (ἐμ-) P.8.81, cf. Isyll.8, IG14.642 ([place name] Thurii); in later writers ἔπεσα, Orph.A. 521, LXX Le.9.24, al., f.l. in E.Tr. 291 ( προς-): [tense] pf. , Ar.Ra. 970, etc.; [dialect] Ep. part. πεπτεώς, εῶτος (the εω forming one syll. by synizesis), Il.21.503, etc.; also πεπτηώς, ηυῖα, Od.14.354, Simon.183.7, Hp.Mul.1.69, A.R.4.1298, AP7.427 (Antip. Sid.), cf. πτήσσω; Trag. part. , Ant. 697. (Redupl. from πετ-, which appears in [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [tense] aor. ἔ-πετ-ον (v. supr.), and the poet. form πίτ-νω; cogn. with πέτομαι, q.v.)A Radical sense, fall down, and (when intentional) cast oneself down, πρηνέα πεσεῖν, ὕπτιος πέσεν, Il.6.307, 15.435, etc.;νιφάδες.. π. θαμειαί 12.278
;ὀπίσω πέσεν Od.12.410
; etc.:—Constr., with Preps., in Hom. almost always ἐν.., ἐν κονίῃσι π. fall in the dust, i.e. to rise no more, Il.11.425, cf. 13.205;ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι πεπτεῶτας Od.22.384
; π. ἐν ἀγκοίνῃσί τινος fall into his arms, Hes.Fr.142.5; ἐν χθονὶ πεπτηώς Simon.l.c. (cf. πτήσσω)π. ἐν δεμνίοις E.Or.35
, cf. A.Pers. 125 (lyr.) (v. infr. B. 1): rare in Prose,π. ἐν ποταμῷ X.Ages.1.32
: c. dat. only,πεδίῳ πέσε Il.5.82
; δεμνίοις π. E.Or.88 (s. v.l.);π. ἐπὶ χθονί Od.24.535
;οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροις Hes.Fr.188.4
; (lyr.); ;πρὸς ἀγκάλαις Id. Ion 962
;ἀμφὶ σώμασίν τινων A.Ag. 326
: with a Prep. of motion first in Hes.,Πληϊάδες π. ἐς πόντον Op. 620
; [ποταμὸς] εἰς ἅλα Th. 791
;εἰς ἄντλον E.Hec. 1025
(lyr.);ἐπὶ γᾶν π. αἷμα A.Ag. 1019
(lyr.);ἐπὶ στόμα X.Cyn.10.13
;πρὸς οὖδας E.Hec. 405
.2 in Hom. with Advs. of motion as well as of rest, χαμάδις π. Il.7.16, 15.714, etc.; χαμαὶ π. 4.482, cf. 14.418, etc.;π. ἔραζε 12.156
, cf. Od.22.280.3 with Preps. denoting the point from which one falls,ἀπ' ὤμων χαμαὶ πέσε Il.16.803
;ἀπ' οὐρανοῦ A.Fr.44.3
;ἀπό τινος ὄνου Pl. Lg. 701d
;ἐκ χειρῶν π. ἡνία Il.5.583
;π. ἐκ νηός Od.12.417
; .4 Geom., of perpendiculars or parts of applied figures, π. ἐπί τι fall upon, Euc.3.11, Archim.Fluit. 2.8, al., Apollon.Perg.Con.1.2; but π. ἐπί τι, ποτί τι, intersect, meet, Archim.Con.Sph.16, Spir.15; π. διά τινος pass through, Id.Con.Sph. 17;π. κατά τινος Id.Sph.Cyl.1
Def.2;ἐπί τι κατά τινα Apollon.Perg. Con.1.2
.B Special usages:I πίπτειν ἔν τισι fall violently upon, attack,ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν Il.13.742
(but ἐν νήεσσι πεσόντες tumbling into the ships, 2.175); ἐν βουσὶ π. S.Aj. 375 (lyr.); Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι π. Id.Ant. 782(lyr.); ἐπ' ἀλλήλοισι, of combatants, Hes.Sc. 379, cf. 375;πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας S.Aj. 1061
;πρὸς πύλαις A.Th. 462
.2 throw oneself down, fall down, πρὸς βρέτη θεῶν ib. 185 ;ἀμφὶ σὸν γόνυ E.Hec. 787
; ἐς γόνατα on one's knees, of a wrestler, Simon.156 ;ἐς τὸν ὦμον Ar.Eq. 571
.II fall in battle,πῖπτε δὲ λαός Il.8.67
, etc.; οἱ πεπτωκότες the fallen, X.Cyr.1.4.24 ;νέκυες πίπτοντες Il.10.200
; ;πεσήματα.. πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν Id.Andr. 653
;π. ὑπὸ Ἀθηναίων Hdt.9.67
;ὡς.. θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσι.., ὣς ἄρ' ὑπ' Ἀτρεΐδῃ πῖπτε κάρηνα Τρώων Il.11.157
, cf. 500, etc. ;τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσόν A.Pers. 252
.2 fall, be ruined, , cf. Pl.Phlb.22 e;πεσεῖν.. πτώματ' οὐκ ἀνασχετά A.Pr. 919
, cf. Pl.La. 181b ; ; ἀβουλίᾳ, ἐξ ἀβουλίας π., Id.El. 429, 398 ;ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ Id.Aj. 1078
; of an army,μεγάλα πεσόντα πρήγματα ὑπὸ ἡσσόνων Hdt.7.18
, cf. Th.2.89 ; ; of a city,π. δορί E.Hec. 5
.3 fall, sink, ἄνεμος πέσε the wind fell, Od.19.202 (but in Hes. Op. 547, Βορέαο πεσόντος is used for ἐμπεσόντος, falling on, blowing on one): metaph,πέπτωκεν κομπάσματα A.Th. 794
, cf. S.Ant. 474 : c. dat., ταῖς ἐλπίσι πεσεῖν fail in one's hopes, Plb.1.87.1.III πίπτειν ἔκ τινος fall out of, lose a thing, unintentionally, σοι ἐκ θυμοῦ πεσέειν fall out of, lose thy favour, Il.23.595 ; ἐξ ἐλπίδων π. E.Fr.420.5 ;τοὔμπαλιν π. φρενῶν Id.Hipp. 390
; also of set purpose, ἐξ ἀρκύων π. escape from.., A.Eu. 147 ;ἔξω τῶν κακῶν Ar.Ra. 970
.2 reversely, πολλὴν ἐς κακότητα π. Thgn.42 ;εἰς ἄτην Sol.13.68
;εἰς δουλοσύνην Id.9.4
;ἐς δάκρυα Hdt.6.21
; ; εἰς ἔρον, ἔριν, ὀργήν, φόβον, ἀνάγκας, E.IT 1172, Fr.578.8, Or. 696, Ph.69, Th.3.82 ; also ἐν γυιοπέδαις π. Pi.P.2.41 ;ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις S.El. 1476
; (lyr.) ;ἐν σολοικισμῷ Luc.Sol.3
;πρὸς τόλμαν S.Ichn. 11
: c. dat. only,π. δυσπραξίαις Id.Aj. 759
; , etc.; οὐκ ἔχω ποῖ γνώμης πέσω I know not which way to turn, ib. 705.3 εἰς ὕπνον π. fall asleep, Id.Ph. 826 ; butἐν ὕπνῳ Pi.I.4(3).23
; simply ὕπνῳ, A.Eu.68.4 π. εἰς (ἰατρικὴν) χρῆσιν to be applied to (medicinal) use, Dsc.5.19,151,al.5 π. ὑπ' αἴσθησιν to be accessible to perception, Iamb.Comm.Math.8, in Nic.p.7 P.IV πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός to fall between her feet, i.e. to be born, Il.19.110.V of the dice, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι I shall count my master's lucky throws my own, A.Ag.32; ;ὥσπερ οἱ κύβοι· οὐ ταὔτ' ἀεὶ πίπτουσιν Alex.34
; ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ πράγματα according to the throws, Pl.R. 604c ; ὄνασθαι πρὸς τὰ νῦν π. E.Hipp. 718; πρὸς τὸ πῖπτον as matters fall out, Id.El. 639 ; of tossing up with oystershells,κἂν μὲν πίπτῃσι τὰ λεύκ' ἐπάνω Pl.Com.153.5
; of lots, ὁ κλῆρος π. τινί or παρά τινα, Pl.R. 619e, 617e;ἐπί τινα Act.Ap.1.26
: Astrol., π. καλῶς ὁ οἰκοδεσπότης Vett. Val.7.15.2 generally, fall, turn out, εὖ πίπτειν to be lucky, E.Or. 603; παρὰ γνώμαν π. Pi.O.12.10; of a battle, καραδοκήσοντα τὴν μάχην τῇ πεσέεται to wait and see how it would fall, Hdt.7.163, cf. 8.130; λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ π. turn out true, Pi.O.7.69; .3 fall to one, i.e. to his lot, esp. of revenues, accrue,τῷ δήμῳ πρόσοδος ἔπιπτε Plb.30.31.7
;φησιν.. ἑξακισχίλια τάλαντα τοῖς Λακεδαιμονίοις πεσεῖν Id.2.62.1
; τὴν πεπτωκότα (sic)μοι οἰκίαν BGU251.12
(ii A. D.);τὰ πίπτοντα διάφορα ἐκ τῶν μυστηρίων IG5(1).1390.45
(Andania, i B. C.);τὸ πεσὸν ἀπὸ τῆς τιμῆς ἀργύριον D.H.20.17
; to be paid,τῶν εἰς Καίσαρα πίπτειν ὀφειλόντων ἐξεταστής Str.17.1.12
;τὰ πεπτωκότα εἰς τὸ.. ἱερόν PEleph.10.2
(iii B. C.);π. ἐπὶ τράπεζαν PCair.Zen.236.7
(iii B. C.), PLond.3.1200.1 (ii B. C.) ;μὴ πιπτόντων τῶν τόκων BMus.Inscr.1032.40
([place name] Teos) ; πέπτωκεν ἁλικῆς διά τινος .. Ostr.Bodl.i3 (iii B. C.) (but τὰ ἀπὸ τῶν προσόδων πίπτοντα deficiencies, IPE12.32B 75 ([place name] Olbia)).VII fall under, belong to a class,εἰς γένη ταῦτα Arist.Metaph. 1005a2
, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην ib. 982b8 ;ὑπὸ τὴν αὐτὴν μέθοδον Id.Top. 102a37
, cf. 151a15 ;ὑπὸ τέχνην οὐδεμίαν Id.EN 1104a8
; ;τὸ μακάριον ἐνταῦθα πεπτωκέναι Epicur.Ep.1p.28U.
;ὅσα πέπτωκεν ὑπὸ τὴν.. ἱστορίαν Plb.2.14.7
. -
4 ταρφύς
A , prob. in Pers. 926 (lyr.):— thick, close,θρίξ A.Th.
l.c.; ταρφέος ἐχέτλης Orac. ap. Luc.JTr. 31: Hom. only uses the pl.,ταρφέες ἰοί Il.11.387
, Od.22.246;ταρφέας ἰούς Il.15.472
;ταρφέες κεραυνοί Hes.Th. 693
;ταρφέα δράγματα Il.11.69
: neut. pl. ταρφέα as Adv., ofttimes, often, 12.47, 13.718, 22.142, Od.8.379: regul. Adv.ταρφέως B.12.86
:—Hom. also has a fem. nom. ταρφειαί and acc. ταρφειάς, so accented by Aristarch. and found in most codd., ταρφειαὶ νιφάδες, κόρυθες, Il. 19.357, 359; ταρφειὰς [νιφάδας] 12.158; ταρφείας was prescribed (prob. wrongly) by [name] D.T.ap.Hdn.Gr.2.81 in Il.12.158. (Cf. τάρφος). -
5 χειμέριος
A wintry, stormy,ἄελλαι Il.
l.c.;νιφάδες 3.222
:ὕδωρ 23.420
; , Pi.P.6.10, E.Hel. 1481 (lyr., nowhere else in E., never in A.); (lyr.);ἄνεμοι Democr.14
; ὥρη χειμερίη the wintry or stormy season, Od.5.485, Hes.Op. 494;ἦμαρ χ. Il.12.279
, Hes.Op. 524, 565 (pl.);νύξ Emp.84.2
, Pi.O.6.100;νὺξ χ. ὕδατι καὶ ἀνέμῳ Th.
l.c.;χ. πῦρ Pi.P.4.266
; οἱ χειμεριώτατοι μῆνες the most wintry months, Hdt.2.68; τὰς χειμεριωτάτας [ἡμέρας] Arist.HA 599a24; soχ. κατὰ μῆνα Simon.12
; ἦρ χ. a stormy, cold spring, Hp.Aër.10; ἀκτὰ κυματοπλὴξ χειμερία a shore stricken by the wintry waves, S.OC 1241 (lyr.); neut. pl. as Adv.,χειμέρια βροντᾷ Ar.Fr.46
; ἐν χειμερίοις in cold places, opp. to ἐν ἀλεεινοῖς, Arist.HA 613b2; ἐὰν ἴδωσι.. χειμέρια stormy weather, ib. 614b21;χ. αἱ σύνοδοι τῶν μηνῶν μᾶλλον ἢ αἱ μεσότητες Id.GA 738a21
. Adv. ίως in wintry fashion, Hp.Epid.4.7.2 metaph., χ. λύπα raging pain, S.Ph. 1194 (lyr.); χ. τὰ πράγματα, punningly, Ar.Ach. 1141.—Correct writers use χειμέριος = wintry, stormy, χειμερινός (opp. θερινός) = in winter-time, in the winter season, but later authors neglected this distinction, χειμερίῃσι (sc. ὥραις) Nic.Al. 623;χειμέριοι τροπαί App.BC2.48
, 52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμέριος
-
6 χιόνεος
2 of or from snow,ὕδατα Lyr.Alex.Adesp.37.12
;νιφάδες AP9.244
(Apollonid.); κρύσταλλος ib. 753 (Claudian.). [[pron. full] ῐ by nature, but [pron. full] ῑ metri gr. in hexam.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιόνεος
-
7 χιών
A snow, in Hom. mostly of fallen snow, Il.10.7, 22.152;ὡς δὲ χ. κατατήκετ' ἐν.. ὄρεσσιν Od.19.205
;ὕπερθε χ. γένετ' ἠΰτε πάχνη 14.476
; ; ἐπὶ χιόνι πεσούσῃ ibid., cf.4.50;Ἰδαία χ. A.Ag. 564
;ἥλιος.. τήκει πετραίαν χιόνα Id.Fr.300.5
;καί νιν.. χιὼν οὐδαμὰ λείπει S.Ant. 830
(lyr.); also of falling snow, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαί thick fall the snow-flakes, Il.12.278;χ. πίπτουσα Hdt.4.31
;κατένειψε χιόνι τὴν Θρᾴκην Ar.Ach. 138
;ὅταν βορέας χιόνα χέῃ E.Cyc. 329
, cf. Ba. 662;ἐπιπίπτει χ. X.An.4.4.11
;χιόνες πολλαὶ γίνονται Thphr.Sign.24
: [χ.] σφοδρὰ καὶ ἀθρόα καταφερομένη νιφετὸς ὠνόμασται Arist.Mu. 394a36
.II snow-water, 'ice-coldwater,Θρῄκην χιόνι.. κατάρρυτον E.Andr. 215
;χ. ποταμία Id.Tr. 1067
(lyr.); used to cool wine,εἰ χιών ἐστ' ὠνία Euthycl.1
;οἶνον πιεῖν.. χιόνι μεμιγμένον Stratt.57
;χιόνα πίνειν Alex.141.10
;τοῦ θέρους χιόνα.. ζητεῖς Χ. Mem.2.1.30
;ἡδὺ θέρους.. χιὼν ποτόν AP5.168
(Ascl.): rare in pl., Arist.Mu. 394a16. [[pron. full] ῐ by nature, [pron. full] ῑ [dialect] Ep. metri gr.] (Cf. Skt. himás 'cold, winter', Lat. hiems, Avest. zyam- 'winter', etc.) -
8 ψυχρός
A cold, χάλαζα, νιφάδες, χιών, Il.15.171, 19.358, 22.152; ψ. χαλκός (as we say ' cold steel') 5.75: freq. of water,ψ. ὕδωρ Od.9.392
, Th.2.49; ψυχρόν (without ὕδωρ) Thgn.263;λοῦνται ψυχρῷ Hdt.2.37
;ἀναγαργαρίζεσθαι ψυχρῷ IG42(1).126.30
(Epid., ii A. D. ) (but τὸ ψυχρὸν also = ψῦχος, cold, Hdt.1.142);ψ. ὥστε λούσασθαι X.Mem.3.13.3
: of the air,αὔρη ψ. Od.5.469
;αἰθήρ Pi.O.13.88
(s. v. l.);νύκτες Th.7.87
;κυνὸς ψυχρὰ δύσις S.Fr.432.11
; ψ. βίος life in the cold, Ar.Pl. 263: esp. of dead things, νέκυς (opp. θερμὸν αἷμα) S.OC 622; of cold meats, Alex.173.4, etc.; of a snake, Theoc.15.58: [comp] Comp.- ότερος Hdt.2.22
, Pl.Phlb. 24b: [comp] Sup.- ότατος D.S.1.41
.II metaph.,1 ineffectual, vain,ἐπικουρίη ψ. Hdt.6.108
;ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49
;ψ. παραγκάλισμα S.Ant. 650
; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις a hot spirit in a cold business, ib.88.3 of persons, cold-hearted, heartless, indifferent, X.Cyr.8.4.22, 23;ψ. καὶ μελαγχολικοί Arist.MM 1203b1
;ἐκ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί Pi.Fr. 123.5
;οὔτε ψ. εἶ οὔτε ζεστός Apoc.3.15
.4 of flat, lifeless, insipid productions, τὸν Παλαμήδην (the play so named)ψυχρὸν ὄντ' αἰσχύνεται Ar.Th. 848
;σκῶμμα.. σφόδρα ψ. Eup.244
; ψ. καὶ ἀηδὴς [Μοῦσα] Pl.Lg. 802d;ἕωλα καὶ ψ. D.21.112
;πρᾶγμα.. φρέατος.. ψυχρότερον Ἀραρότος Alex.179
, cf. Arist.Rh. 1405b34, Demetr.Eloc. 114, etc.: hence jokes in Ar.Ach. 138- 140, Machoap.Ath.13.580a; also of authors themselves,γίνεται ψυχρός D.H.Isoc.3
. Adv., ; σκώψαντι ψ. ἐπιγελάσαι to laugh at a feeble joke, Thphr.Char.2.4;τοὺς γοῦν ψυχροὺς ψ. λέγουσι διαλέγεσθαι Pl.Euthd. 284e
. -
9 ἔρα
ἔρα, ἡ,A earth, Erot.s.v. ἕρπει, Sch.Il.Oxy.221x28, EM369.24 Hsch. (also expld. as, = κοιλία), cf. Str.16.4.27:—Adv. [full] ἔραζε, [dialect] Dor. [full] ἔρασδε, to earth,κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Od.15.527
;ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔ. 22.85
, cf. Hes.Op. 421, 473 ; soνιφάδες δ' ὡς πῖπτον ἔ. Il.12.156
;οὑμὸς δὲ πότμος..κυρῶν ἄνω ἔ. πίπτει A.Fr. 159
;ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Theoc.7.146
; on the ground,θάλλειν Mosch.2.66
.
См. также в других словарях:
νιφάδες — νιφάς snowflake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή … Dictionary of Greek
νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
снег — род. п. а, укр. снiг, др. русск., ст. слав. снѣгъ χιών, χειμών (Супр.), болг. сняг (Младенов 597), сербохорв. сни̏jег, местн. ед. сниjѐгу, словен. snẹ̑g, род. п. snẹgȃ, чеш. snih, слвц. sneh, польск. snieg, в. луж. sněh, н. луж. sněg, полаб … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
έραζε — ἔραζε και δωρ. τ. ἔρασδε (Α) επίρρ. καταγής, στο έδαφος («νιφάδες δ’ ὣς πῑπτον ἔραζε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρα «γη» + κατάλ. ζε, δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως] … Dictionary of Greek
αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… … Dictionary of Greek
ανεμοστροβιλίζω — 1. στριφογυρίζω σαν ανεμοστρόβιλος 2. περιστρέφω κάτι ανάλαφρα και γρήγορα 3. τρέχω ταχύτατα (σαν να προκαλώ ανεμοστρόβιλο με την κίνησή μου) 4. ανεμοσκορπίζω, σπαταλώ 5. φρ. «ανεμοστροβιλίζει» πέφτουν νιφάδες χιονιού τις οποίες στροβιλίζει ο… … Dictionary of Greek
εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… … Dictionary of Greek
κουκοσάλι — το (Μ κουκκοσάλι) νεοελλ. χοντρές νιφάδες χιονιού μσν. χοντρό χαλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκκί + σάλος] … Dictionary of Greek