Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὥραις

См. также в других словарях:

  • Ὥραις — Ὥρα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥραις — ὥρα sura. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ADONIS — I. ADONIS idis, fil. Cynarae, Cypriorum regis, et Myrrhae eius filiae, quem Venus in deliciis habuit. Hic dum in Idalio nemore venabatur, primô aetatis flore, apri dente sub inguine perenssus periit, atque a Vevere post multas lacrimas in florem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεσονύκτιος — και μεσονύχτιος α, ο (ΑM μεσονύκτιος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής νύχτας ή που συμβαίνει κατά τα μεσάνυχτα («μεσονυκτίοις ποθ ὥραις», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονύκτιο αρχ. 1. (το ουδ. ως χρον. επίρρ.) μεσονύκτιον… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβεύω — ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεύω Α [πρέσβυς] 1. είμαι πρεσβευτής, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή 2. έχω ορισμένη αντίληψη, ομολογώ, φρονώ, πιστεύω, παραδέχομαι 3. εκκλ. μεσιτεύω, μεσολαβώ («Παναγία Θεοτόκος πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», Όρθρ.) αρχ. 1. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • συνοικειώνω — συνοικειῶ, όω, ΝΑ εξοικειώνω κάτι ή κάποιον με κάτι, εθίζω κάποιον σε κάτι αρχ. 1. προσαρμόζω κάτι σε κάτι άλλο («συνοικειοῡντες τὰ σώματα ταῑς ὥραις ἑκάσταις», Λουκιαν.) 2. κάνω κάτι καταληπτό, κατανοητό 3. (σχετικά με αλληγορίες) συνταυτίζω 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»