-
1 νικώντι
νῑκῶντι, νικάωconquer: pres part act masc /neut dat sgνῑκῶντι, νικάωconquer: pres ind act 3rd pl (doric)νῑκῶντι, νικάωconquer: pres subj act 3rd pl (epic doric ionic) -
2 νικῶντι
νῑκῶντι, νικάωconquer: pres part act masc /neut dat sgνῑκῶντι, νικάωconquer: pres ind act 3rd pl (doric)νῑκῶντι, νικάωconquer: pres subj act 3rd pl (epic doric ionic) -
3 νικῶντι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νικῶντι
-
4 νικάω
νῑκάω, νίκημι (νικᾷ; νικῶν, -ῶντος,. -ῶντι, -ῶντ(α), -ώντεσσιν; νικᾶν: impf. νίκη?: aor. ἐνίκασε, -αν; νικάσαις, -αντ(α); νικᾶσαι: pass. νικώμενοι: pf. νενίκανται.)a abs.ὁ νικῶν δὲ λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.97
τὶν δὲ κῦδος ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (formam def. Wil., 421̆{2}) O. 5.8ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
μιν Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις O. 7.86
νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112
πύκτας δ' ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν O. 10.16
ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν P. 9.73
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
ὀφείλει δ' ἔτι ἐν Πυθίοισι νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε ( νικῶντ Hermann, metr. gr.) N. 6.43νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
( χαλκὸν) Κλείτωρ καὶ Λυκαῖον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ, σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει ( νικῶντι coni. Snell, cf. Σ.) N. 10.48 ( φάμα)ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος I. 6.7
ἐνίκασαν οἵ fr. 12. met., ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38.b c. acc.I be victorious inχαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22
πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον O. 13.30
πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
II be victorious overαὐτόν τέ νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ P. 12.6
ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δήποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
pass., νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.III win ὅτι Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον (Heyne: νικῆ codd.; a verbo aeolico νίκημι, cf. Theocr. 6. 46, 7. 40: contra Bergk, probante Schr., “repetit poeta praeconis vocem: itaque et praes. temp. et dor. contr. retinet, qua alias non utitur”) N. 5.5c met., pass., c. gen., (v. K. G., 1. 392, Anm. 8.), be overcome by, yield to the pressure ofτὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
-
5 νίκημι
νῑκάω, νίκημι (νικᾷ; νικῶν, -ῶντος,. -ῶντι, -ῶντ(α), -ώντεσσιν; νικᾶν: impf. νίκη?: aor. ἐνίκασε, -αν; νικάσαις, -αντ(α); νικᾶσαι: pass. νικώμενοι: pf. νενίκανται.)a abs.ὁ νικῶν δὲ λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.97
τὶν δὲ κῦδος ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (formam def. Wil., 421̆{2}) O. 5.8ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
μιν Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις O. 7.86
νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112
πύκτας δ' ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν O. 10.16
ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν P. 9.73
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
ὀφείλει δ' ἔτι ἐν Πυθίοισι νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε ( νικῶντ Hermann, metr. gr.) N. 6.43νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
( χαλκὸν) Κλείτωρ καὶ Λυκαῖον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ, σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει ( νικῶντι coni. Snell, cf. Σ.) N. 10.48 ( φάμα)ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος I. 6.7
ἐνίκασαν οἵ fr. 12. met., ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38.b c. acc.I be victorious inχαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22
πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον O. 13.30
πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
II be victorious overαὐτόν τέ νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ P. 12.6
ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δήποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
pass., νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.III win ὅτι Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον (Heyne: νικῆ codd.; a verbo aeolico νίκημι, cf. Theocr. 6. 46, 7. 40: contra Bergk, probante Schr., “repetit poeta praeconis vocem: itaque et praes. temp. et dor. contr. retinet, qua alias non utitur”) N. 5.5c met., pass., c. gen., (v. K. G., 1. 392, Anm. 8.), be overcome by, yield to the pressure ofτὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
-
6 παρα-δίδωμι
παρα-δίδωμι (s. δίδωμι), hingeben, übe rge ben; τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν τῷ Λαερτίου, Soph. Phil. 399; ϑύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν, Eur. Bacch. 495; τῷ νικῶντι τὰ τοῦ ὀφλόντος παραδιδότω χρήματα, Plat. Legg. XII, 958 b; τῷ παιδὶ τὴν ἀρχήν, Her. 2, 159; Ggstz von παραδέχομαι, Xen. Cyr. 8, 6, 17; Folgde; – das eigentliche Wort vom Uebergeben eines Inventariums durch eine Behörde an die andere, Att. Seew. p. 3 u. Inscr. öfter; – den Feinden überliefern, preisgeben; μὴ πρότερον ἢ ἡμέας αὐτοῖσι παραδῶτε, Her. 9, 87; τὴν Σάμον Συλοσῶντι, 3, 149: vgl. Eur. Alc. 574; Plat. Euthyd. 285 c; Xen. Cyr. 1, 6, 20 und sonst; auch τοὺς ἄλλους χρὴ δεϑέντας παραδοϑῆναι εἰς τὸν δῆμον, Hell. 1, 7, 3, wie παραδοῦναί τινα εἰς δικαστάς, Dem. Mid. 2, öfter; bes. auch zur gerichtlichen Untersuchung, Folterung und Bestrafung, vgl. Antiph. 6, 42; Isocr. 17, 16; – auch = anvertrauen zu einem bestimmten Zwecke, der im inf. dabei steht, ἣν παρϑένον ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν, Eur. Or. 64; vgl. Plat. Legg. III, 694 d; τοὺς νέους αὐτοῖς παραδιδόναι διδάσκειν τε καὶ παιδεύειν, VII, 811 e; – zulassen, zugestehen, αἵρεσίν τινι, Pind. N. 10, 83; τινί τι, Her. 5, 67. 7, 18; c. inf., 6, 103; absol., τοῦ ϑεοῦ παραδιδόντος, 7, 18; vgl. Pind. P. 5, 4; – überliefern, eigtl., die Fackel von Hand zu Hand, Plat. Legg. VI, 776 b, öfter; ἑτέροισι κῦδος, Pind. P. 2, 52; von Gerüchten, Erzählungen, Lehren, οἱ παρα-δεδομένοι ϑεοί, Din. 1, 94, die überlieferten; παραδεδομένα καὶ μυϑώδη, Dem. 23, 65; περὶ τούτων ἀληϑὴς παραδίδοται λόγος, Pol. 10, 28, 3; Folgde; bes. bei den Gramm.
-
7 χάρις
χάρις, ἡ, gen. χάριτος, acc. χάριν, bei sp. D. auch χάριτα, Mel. 85 u. Philp. Thess. 65. 73 (V, 149. IX, 254. 438), wie Her. 6, 41; vgl. χαίρω, eigtl. Alles, worüber man sich freu't, bes. – Anmuth, Liebreiz, Liebenswürdigkeit, liebliches, einnehmendes Wesen; zunächst – 1) von körperlicher Schönheit; Hom. ϑεσπεσίην δ' ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀϑήνη, Od. 2, 12, u. sonst; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Od. 6, 237; χάριν ἀμφιχέαι τινί Hes. O. 65; – auch von anmuthiger Redegabe, οὔ οἱ χάρις ἀμφιπεριστέφεται ἐπέεσσιν Od. 8, 175; und von schöner, kunstvoller Arbeit, χάρις δ' ἀπελάμπετο πολλή Il. 14, 183 Od. 18, 298; ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζειν 15, 320; εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχϑεται χάρις ἀνδρί Aesch. Ag. 406; einzeln auch bei Folgdn; μετὰ χαρίτων, mit Anmuth, Thuc. 2, 41. – Vgl. nom. pr. – 2) von der Gesinnung, Wohlwollen, Geneigtheit, Gunst, Huld; τινός, gegen Einen, Hes. O. 192; χάριν ἔχειν, in Gunst stehen, beliebt, angenehm sein; δι-πλῆν μὲν ἐξ ἐμοῦ κτήσει χάριν Soph. Phil. 1356; ἔγνωκα γὰρ τῆς παλαιᾶς χάριτος ἐκβεβλημένη Ai. 795; – bes. Erkenntlichkeit und Verpflichtung für genossenes Gutes, Dank; πᾶσι δέ κε Τρώεσσι χάριν καὶ κῦδος ἄροιο Il. 4, 95, Dank u. Ruhm von den Troern erndten; οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισϑ' εὐεργέων Od. 4, 695. 22, 319, Hes. Th. 503, Dank für Wohlthaten; seltner c. inf., οὐκ ἄρα τις χάρις ἦεν μάρνασϑαι δηΐοισιν ἐπ' ἀνδράσι Il. 9, 316. 17, 147, Dank dafür, daß Einer kämpft; ἄγει δὲ χάρις φίλων ποίνιμος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα Pind. P. 2, 17; δοῦναι χάριν ἀντί τινος, seinen Dank wofür durch die That bezeigen, sich dankbar bezeigen, Il. 23, 650; u. so bei den Att. gew. χάριν ἀποδοῦναι, χάριτας ἀποδ., Is. 7, 10; ἀπονἔμειν, ἐκτίνειν, Aesch. Prom. 987 Ag. 795; ἄχαριν χάριν ἀντ' ἔργων μεγάλων ἀδίκως ἐπικρᾶναι Ag. 1524; ταῖς δ' ὑπουργῆσαι χάριν Prom. 638; ἡμῖν αὖ δὸς ἥντιν' αἰτούμεσϑα 823; χάριν ἀμεί. βειν τινός, Dank wofür abstatten, Ag. 711; χἠ χάρις προςκείσεται Soph. O. R. 232; χάριτας πα-τρῴας ἐκτίνων Eur. Or. 453; διπλῆ ἂν εἴη ἡ χάρις Plat. Prot. 310 a; χάριν διδόναι Legg. III, 702 a; ἀποδιδόναι Phaedr. 231 b, u. öfter, wie Xen. An. 1, 4,15 Cyr. 1, 2, 7 u. sonst. – Dagegen ἐγὼ δέ κέ τοι ἰδέω χάριν ἤματα πάντα, ich würde es dir Dank wissen immerdar, Il. 14, 235, wie χάριν ἀπομνήσασϑαί τινι Hes. Th. 503. In Prosa gew. χάριν εἰδέναι, γιγνώσκειν, ἐπίστασϑαί τινι, Einem Dank wissen, Plat. Prot. 310 a Apol. 20 a Xen. Cyr. 1, 3,14 u. öfter; χάριν προςείσομαι Ar. Vesp. 1420, wie Plat. Apol. 20 a; χάριν φέρειν τινί, Dank gegen Einen im Herzen tragen, Pind. OI. 11, 17; Eur. Or. 239 Med. 508; ἔχειν Plat. Prot. 328 d Gorg. 479 c; χάριν ὁμολογεῖν, seinen Dank bekennen, Dank sagen, χάριν ὀφεῖλαι, Dank schuldig sein, τοῖς ϑεοῖς Soph. Aut. 331; Plat. u. A.; χάριν καταϑέσϑαι τινί, sich bei Einem Dank verdienen, Her. 6, 41; vgl. Xen. Cyr. 8, 3,26; χάριν νικῶντι καταϑέμεν Pind. N. 7, 75; einfach ϑέσϑαι χάριν τινί Aesch. Prom. 784, wie Eur. Hec. 1211 Bacch. 770 El. 61; ἀνύσαι Soph. Trach. 991; παρέχειν O. C. 1494; χάριν ἀπαιτεῖν Eur. Hec. 276; χάριν λαμβάνειν, Dank empfangen, erndten, χάριν ἀπέχειν, auch κομίσασϑαι, seinen Dank weg haben, Dank geerndtet haben, Thuc. 3, 58; χάριτας ἀπολήψονται παρὰ τῶν δημοτῶν ἀξίας Inscr. 100; – χάρις τοῖς ϑεοῖς, ὅτι Xen. An. 3, 3,14. – 3) die Handlung der Gunst oder des Wohlwollens, Gunstbezeugung, Gefälligkeit, Wohlthat, übh. was Einem angenehm, erwünscht ist; χάριν φέρειν τινί, wie ἦρα u. ἐπίηρα φέρειν τινί, Einem etwas Angenehmes erzeigen, Il. 5, 211. 874. 9, 613. 21, 458; Ἀϑηναίων χάρις Pind. P. 1, 76; χάριν Διός, durch Zeus' Gnade und Gunst, 3, 95; προπράσσων χάριτος ὀργὰς λυπράς Aesch. Ch. 822; χάρις τιμήσεται Διὸς τόδ' ἐκπράξασα Ag. 567; u. so oft bei Her.; – χάριν δοῦναι, νέμειν, δρᾶσαι, eine Gnade, Gunst, Wohlthat erweisen, Soph. Ai. 1333 Ar. Av. 384 Thuc. 2, 40, Plut. Thes. 34; προςϑέσϑαι χάριν Soph. O. C 771; χάριν τίϑεσϑαί τινι = χαρίζεσϑαι, Lycurg. 148; τῶν Μεσσηνίων χάριτι πεισϑείς, aus Gefälligkeit gegen die Messenier, Thuc. 3, 95, wie χάριτι πείϑοντες ἢ μισϑῷ τοὺς κυρίους Plut. Lyc. 15; μὴ ἡμῶν τήν γε πρώτην αἰτησάντων χάριν ἀπαρνηϑεὶς γένῃ Plat. Soph. 217 c; ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λαμβάνειν Pol. 1, 31, 6. – Bes. auch der Liebesgenuß, χάριν μνηστῆς ἰδεῖν, die Liebesgunst der Vermählten erfahren, kennen lernen, Il. 11, 243; u. so auch bei den Att., bes. im plur., z. B. Xen. Hier. 1, 34. 7, 6; χάριτας πράττειν, des Liebesgenusses pflegen, διὰ χαρίτων τῇ ὥρᾳ χρῆσϑαι, durch Liebesfreuden der Jugend genießen, Xen. Lac. 2, 12; auch χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων, Pind.; vgl. Plut. amat. p. 751, der aus Pind. P. 2, 43 anführt Κένταυρον ἄνευ χαρίτων ἐκ τῆς Ἥρας γενέσϑαι; so Plat. Phaedr. 254 a Legg. VIII, 840 d, χάριν ἔχειν τινί, sich Einem zum Liebesgenuß hingeben. – Uebh. 4) Genuß, Freude, Vergnügen, Wonne; so Pind. oft von der Siegesfreude; daher als Gegensatz von λύπη, Soph. El. 811; Eur. Hel. 661; οὐδεμίαν τῷ βίῳ χάριν ἔχω, ich habe keine Freude am Leben, Ar. Lys. 865; οὐδεμίαν σιτίοις χάριν οἶδ' ἐσϑίων Vesp. 869; u. in Prosa, χάριτός τινος καὶ ἡδονῆς ἀπεργασίας Plat. Gorg. 462 c, διὰ χάριτος καὶ παντάπασι δι' ἡδονῆς Soph. 222 e. – Verehrung, Huldigung, δαιμόνων δέ που χάρις, βιαίως σέλμα σεμνὸν ἡμένων Aesch. Ag. 175, vgl. 362. 761 Spt. 685; τιμή τε καὶ γέρα καὶ χάρις Plat. Euthyphr. 15 a. – 5) Absolut wird der acc. χάριν gebraucht, τινός, zu Jemandes Gunsten oder Vortheil, Einem zu Gefallen, χάριν Ἕκτορος, zu Hektors Gunsten, Il. 15, 744; ψεύδεσϑαι γλώσσης χάριν, lügen zu Gunsten der Zunge, ihr freien Spielraum gebend, Hes. O. 711; auch mit dem Artikel, τὴν Ἀϑηναίων χάριν, zu Gunsten der Athener, Her. 5, 99. – Bei den Att. nimmt es dann den Charakter einer Präposition mit dem gen. in der Bdtg um – willen, wegen, = ἕνεκα an u. steht dem gen. gewöhnlich nach, τοῦ χάριν, weswegen? Ar. Plut. 53; χάριν πλησμονῆς Plat. Phaedr. 241 c; οὗ χάριν εἴρηται Theaet. 208 d; συγχωρῶ τοῦ λόγου χάριν Rep. III, 475 a; Xen. u. Folgde; χάριν τῶν συγγεγραφότων Pol. 1, 64, 3; ἐμὴν χάριν, σὴν χάριν, wie mea, tua gratia, mir, dir zu Gefallen, meinetwegen, deinetwegen, Aesch. Pers. 1083; τὰν ἐμὰν χάριν Eum. 899; τὴν σὴν χάριν Soph. Ai. 1399, vgl. Ai. 176 Trach. 485; συγχωρητέον χάριν σήν Plat. Phaedr. 234 e; Soph. 242 b. – Pleonastisch steht τίνος χάριν ἕνεκα Legg. III, 701 d; vgl. Herm. de pleon. p. 202; Jac. Ach. Tat. p. 832. – Ἐν χάριτι, τινός u. τινί, zu Gunsten Jemandes, ἐν χάριτι κρίνειν τινά, aus Gunst, Vorliebe für Einen entscheiden, aus Parteilichkeit ihm den Sieg zuerkennen, Theocr. 5, 69; auch ποιῆσαί τινί τι ἐν χάριτι, Einem Etwas zu Gefallen od. zu Dank thun, ὅ τι ἄν σοι ποιοῦντες ἡμεῖς ἐν χάριτι μάλιστα ποιοῖμεν Plat. Phaedr. 115 b; – πρὸς χάριν, τινός, Jem. zu Gunst, zu Liebe, Pind. Ol. 8, 8, Soph. O. C. 1773; πρὸς χάριν διαλέγεσϑαι, oder ὁμιλεῖν τινι, Einem zu Gefallen, nach dem Munde reden, ihm Schmeicheleien sagen, ἢν τοῖσι πολλοῖς πρὸς χάριν λέγητέ τι Eur. Hec. 257; πρὸς χάριν λέγων Plat. Gorg. 521 d; πρὸς χάριν τινὸς πολιτεύεσϑαι Plut.; πρὸς χάριν ἀκούειν, Schmeicheleien hören, Pol. 2, 5; so οὐδὲν εἰς χάριν πράσσων Soph. O. R. 1353; ἐς σὴν χάριν Longin. subl. 1; – πρὸς χάριν μὲν οὐκ ἐρεῖς, κλάων δ' ἐρεῖς, mit Gutem, Soph. O. R. 1152, vgl. frg. 26; auch χάριτος ἕνεκα, Xen. Cyr. 4, 2,11; – auch πρὸς χάριν τινός = um Genuß od. Vergnügen wovon zu haben, πρὸς χάριν βορᾶς, πρὸς χάριν σαρκός, Soph. Ant. 30 Phil. 1141; u. fast ganz wie das einfache χάριν, um einer Sache willen, μὴ πρὸς ἰσχύος χάριν Eur. Med. 538; πρὸς χάριν ἢ ἀπέχϑειαν Luc. hist. conscr. 47; – διὰ χαρίτων εἶναι, γίγνεσϑαί τινι, mit Einem in wechselseitigem freundschaftlichem Verhältnisse stehen, wohlwollend od. liebreich gegen einander gesinnt sein, Xen. Hier. 9, 1. 2, der πρὸς ἔχϑραν ἄγειν u. δι' ἀπεχϑείας γίγνεσϑαι entggstzt; – μετὰ χάριτος, mit Gunst, καὶ ἐϑελοντὶ παραδόντες τὴν πόλιν Pol. 2, 22, 5 u. öfter. – Vgl. übrigens nom. pr. – [Hom. braucht im accus. χάριν die letzte Sylbe in der Vershebung zuweilen lang, wie Il. 5, 874. 11, 293.]
-
8 κατα-τίθημι
κατα-τίθημι (s. τίϑημι), 1) niederlegen, -setzen, -stellen, hinsetzen, hinstellen; τόξον ἐδέξατο καὶ κατέϑηκεν Od. 21, 82; τὸ μὲν (τόξον) εὖ κατέϑηκε ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας Il. 4, 112; τοὺς μὲν κατέϑηκεν ἐπὶ χϑονός 3, 293; ἐπὶ χϑονί 6, 473; ἐν ψαμάϑῳ Od. 13, 119; κάτϑεσαν εἰς Ἰϑάκην, ans Land setzen, 16, 230; ἐς μυχὸν ὑψηλοῦ ϑαλάμου καταϑεῖναι 285; χρὴ τεύχε' Ἀρήϊα κατϑέμεν εἴ 19, 4; κλισίην τινὶ παρὰ πυρί ib. 55; χλαῖναν ἐς μέγαρον ἐπὶ ϑρόνου 20, 96; κάτϑες τὸν κρατῆρα εἰς μέσον Eur. Cycl. 544; καταϑεὶς τὰ ὅπλα εἰς τὸ μέσον Xen. Cyr. 2, 1, 14; oft Ar.; Geld niederlegen, Eccl. 603; εἰς τὴν ἀγορὰν γράμματα καταϑέντες Plat. Legg. XII, 946 d, zur öffentlichen Bekanntmachung; als Kampfpreis aussetzen, ἄπυρον κατέϑηκε λέβητα Il. 23, 267; ἄεϑλα Od. 24, 91; εἰς τὸ μέσον, einen Satz zum Disputiren aufstellen, Plat. Phileb. 14 b, vgl. Cratyl. 384 c. – Ins Gefängniß werfen, ὁπόσοι νῦν εἰσὶν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἢ τὸ λοιπὸν κατατεϑῶσιν Dem. 24, 63, im Gesetz, wie Sp., z. B. Dio Cass. 58, 1. – 2) Geld erlegen, baar bezahlen, eine Schuld abtragen; εἰ μὴ καταϑήσεις δύο δραχμὰς μὴ διαλέγου Ar. Ran. 176, öfter; δέκα τάλαντα τῷ ϑεῷ Her. 9, 120; τέλη Antiph. 5, 77, die Abgaben erlegen; τῇ δραχμῇ ἐπωβελίαν κατατιϑέτω, als Zins, Plat. Legg. XI, 921 d; τὴν τιμήν Prot. 314 b; Dem. 24, 2; μετοίκιον Lys. 31, 9; μηδὲν αὐτῶν καταϑείς, ohne Etwas für sie zu bezahlen, Xen. Cyr. 3, 1, 37. – Sein Versprechen erfüllen, ἃ δ' ὑπέσχεο ποῖ καταϑήσεις Soph. O. C. 227; χάριν τῷ νικῶντι καταϑέμεν Pind. N. 7, 76. – 3) hingeben; ἐς μέσον Πέρσῃσι καταϑεῖναι τὰ πρήγματα, so daß Alle an der Verwaltung Theil nehmen, Her. 3, 80; vgl. 7, 164; τὸ αὑτοῠ ἔργον ἅπασι κοινόν, zum Gemeingut Aller machen, Plat. Rep. II, 369 e; – εὐεργεσίας εἴς τινα, Wohlthaten erweisen, Hdn. 3, 6, 6; σπουδὴν πρός τινα, 1, 4, 7; – εὐϑύτομον κατέϑηκεν ὁδόν, machte ihn gerade, Pind. P. 5, 90. – Med. – a) von sich ablegen, niederlegen; τεύχεα κατέϑεντ' ἐπὶ γαίῃ Il. 3, 114, wie καταϑέμενοι τὰ ὅπλα, ihre Waffen von sich ablegend, Hdn. 8, 6, 3; χλαίνας μὲν κατέϑεντο κατὰ κλισμούς, die Kleider ablegen, Od. 17, 86; von Todten, sie beisetzen, bestatten, 24, 190; ζώναν καταϑηκαμένα Pind. Ol. 6, 39; ϑνἰμάτιον, τὰ στρώματα, Ar. Eccl. 512 Ran. 166; übertr., ϑυμὸν κατάϑου, lege den Zorn ab, Av. 401; πόλεμον, beilegen, Thuc. 1, 121, wie Dem. 19, 264; – in Gewahrsam bringen, τοὺς πρέσβεις συλλαβόντες κατέϑεντο εἰς Αἴγιναν Thuc. 3, 72; εἰς τὸ οἴκημα Dem. 56, 4; Sp., wie D. Cass. 37, 36. – Ein Amt niederlegen, Plut. Fab. 9; τοὺς ποιητάς, sie aufgeben, außer Acht lassen, Plat. Prot. 348 a; λόγους Tim. 59 d; – ἐν ἀμελείᾳ κατατίϑενται Xen. Hem. 1, 4, 15, sich nicht um Einen bekümmern. – b) für sich zurücklegen, aufbewahren, aufheben; ἐπὶ δόρπῳ, zur Abendmahlzeit, Od. 18, 45; Hes. O. 599; τὴν λείαν ἅπασαν κατέϑεντο εἰς Βιϑυνούς Xen. Hell. 1, 3, 2; ϑησαυροὺς ἐν οἴκῳ Cyr. 8, 2, 15; aufspeichern, Lys. 22, 9; διαϑήκην παρά τινι Is. 5, 1. Uebertr., δοκέοντες χάριτα μεγάλην καταϑήσεσϑαι Her. 6, 41, sich Dank bei Einem verdienen, sich Ansprüche auf Dank begründen; vgl. Plat. Crat. 391 b; Thuc. 1, 32, der auch εὐεργεσίαν καταϑέσϑαι so sagt, 1, 128; χάριν, καταϑήσεσϑαι πρός τινα Dem. 59, 21; χάριν ἀνδρὶ ἀγαϑῷ καταϑέσϑαι Xen. Cyr. 8, 3, 26; Sp. – Aehnlich ἔχϑραν πρός τινα καταϑέσϑαι, sich Jemandes Feindschaft zuzichen, Lys. 2, 22; Plut. Dem. 12. – Κλέος εἰς τὸν ἀεὶ χρόνον ἀϑάνατον καταϑέσϑαι, sich erwerben, Plat. Conv. 208 c; vgl. Her. 7, 220 Thuc. 4, 87. – Schriftlich aufzeichnen, Plat. Legg. IX, 858 d; τὴν γνώμ ην εἰς μέσον, öffentlich hinstellen, Dem. rhet. 4 p. 327, 14 - c) sich eine Stellung, ein Verhältniß zu Einem geben, Sp.; ἐς τὸ ἴδιον, dem δαπανάω entsprechend, für sich anwenden, Xen. An. 1, 3, 3. – Καταϑείομαι ist ep. conj. statt κατάϑωμαι, Il. 22, 111; häufig sind die ep. Formen κάτϑεσαν, κατϑέμεν u. ähnliche.
-
9 ἀείρω
ᾰείρω (aor. ειρε, ἀείραις: med. ραντο: pass. ἀείρεται: aor. ἀερθείς, -εῖσα, -έντα. ἀρόμαν v. ἄρνυμαι.)1 act. lift up τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς fr. 111. 3.2 med. win, gain cf. ἄρνυμαι, ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου (synizesin αε vidit Schroeder.) I. 6.603 pass. be lifted upa be exalted, extolledἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
εἴη μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64
σοφίᾳ γὰρ ἀείρεται πλει[ Pae. 14.40
λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντ (Boeckh: λαμπευθέντα codd.) fr. 227. 3b be elatedνικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
4 in tmesis, ἀνὰ κάρα τ' ἄειρ[ε v.ἀναείρω Pae. 20.10
-
10 ἀνακράζω
1 cry outνικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.76
-
11 γε
γε a particle used to emphasise particular words, which it may either directly precede, esp. if a word group is emphasised, or follow.a emphasising subs., pron., simm.I subs.ὀρειᾶν γε Πελειάδων N. 2.11
ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13
ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός ( τὸν coni. Heimsoeth) I. 8.10ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 4.28
Ἀπόλλωνί γ [ Pae. 7.5
]Ζηνί γε fr. 60a. 5.ἀέθλων γ' ἕνεκεν O. 1.99
ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.30
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15
] ογοι τῶν γε δε[ (Π̆{S}: τε Π.) Pae. 6.175II demonstratives. πέποιθα δὲ ξένον μή τιν —δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς O. 1.105
τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω O. 6.20
Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45
τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41
κείνου γε κατὰ κλέος P. 4.125
κεῖνον γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57
ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10
τοῦτό γέ τοι ἐρέω fr. 42. 2.III verbal subs.ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37
τό γ' ἐν ξυνᾥ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93
νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
IV pers. pron. σέ γ' ἐπαρκέσαι (Turyn: τό γ' ἐπάρκεσε codd.) N. 6.60 σέο γ' ἕκατι (codd.: γ del. Bergk, edd.: “contra poetae usum” Schr.) I. 5.2b emphasising adj.ἑκατόν γ' ἐτέων O. 2.93
κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον P. 4.243
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
ὀνομακλύτα γ' ἔνεσσι Pae. 6.123
c emphasising adv.νῦν γε P. 4.290
τό γέ νυν P. 11.44
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσον εὐλογία φόρμιγγι συνάορος N. 4.4
d emphasising πρίν clause.πολλ' ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65
Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28
[e dub. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν γε (v. l. δὲ, edd.) O. 3.43 γ varie e † γόνος coni. edd. O. 9.76 τό γε μόρσιμον οὐ παρφυκτόν (codd., Theon: δὲ Tricl., edd.) P. 12.30]f combined with other particles. -
12 ἐάω
a permit c. acc. pers. Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν. ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν (sc. Ἀέλιος) O. 7.61 ἔα με· νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (i. e. forgive me) N. 7.75b let alone, put awayἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40
“ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Πα. 4. 50—1. -
13 εἰ
εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.1 c. pres. ind.a impv. in apodosis.εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3
“φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος Οἰνομάου” O. 1.75ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23
εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79
εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50
b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64
εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87
εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58
εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80
εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103
“Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266 “εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.83εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67
εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31
c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86
εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85
e impf. ind. in apodosis.εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10
f pres. ind. understood in apodosis.εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43
g apodosis omitted.εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56
h pres. ind. understood in protasis.a ind. pres. in apodosis.ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28
II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.932 c. fut. ind., imperative in apodosis.εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13
cf. E infra O. 7.13 c. impf. ind.a pres. ind. in apodosis.εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
b κεν c. aor. ind. in apodosis.εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63
εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13
εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
4 c. aor. ind.a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75 “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42c impf. ind. in apodosis.εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54
d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16
εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73
“εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” P. 4.43e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.555 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.136 c. aor. subj.a pres. or pf.-pres. in apodosis.πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
[ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-θεν N. 9.46
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.b aor. ind. in apodosis.εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11
7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4
εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
b κεν c. opt. in apododis.εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89
c fut. ind. in apodosis.εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105
8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108
καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81
εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110
ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15
9 c. pf. ind.a pres. ind. in apodosis.εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73
b pres. opt. in apodosis.εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19
c impv. in apodosis.εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22
[10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]11 frag. κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4.12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4
“μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” P. 4.164μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69
D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditionalεἰ γάρ P. 4.43
εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46
εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98
E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. alsoὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1
F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ. -
14 κατατίθημι
a lay down med.ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκᾰμένα κάλπιδά τ' ἀργυρέαν λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.39
act., of building roads,εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.90
b pay down νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (v. Schadewaldt, 62) N. 7.76 -
15 τραχύς
τρᾱχύς (-ύς, -εῖ; -εῖα, -εῖαν, -ειᾶν; -εῖ, -ύ.)1 rougha of thingsλίθῳ τραχεῖ O. 8.55
τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.10
νωμῳν τραχὺ ῥόπαλον fr. 111. 3. met., harsh, bitter, “ τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” P. 4.140τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει (“nempe ut saxo,” Boeckh) fr. 205. 3.b of peis., stubborn τὺ δὲ (sc. Ἡσυχία) — τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει pr. P. 8.10 cf.εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.32
μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.96
νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν i. e. I am ready N. 7.76 -
16 φάρμακον
a remedyγυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα P. 3.53
Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55
b charm met. φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι (i. e. the bridle, by which Bellerophon harnessed Pegasos) O. 13.85 c. gen., ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (ὅτι ἐν Πελλήνῃ χλαῖνα ἐδίδοτο τῷ νικῶντι Σ.) O. 9.97c met., c. gen., help for, means to ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὐρέσθαι σὺν ἄλλοις (v. Burton, 163) P. 4.187 -
17 χάρις
1a splendour, honour, glory of the lustre given by achievement, esp. in games.Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18
αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος πλοῦτον τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ ἀρεταῖς O. 2.10
ὦ Ζεῦ, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.89
Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93
καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.80
καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα (v. ἐπωνύμιος) O. 10.78σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102
νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς ταῖςλιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.19
ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (i. e. ἔργων παλαιῶν) I. 7.17 acc. s. pro prep., for the glory of, for the sake of c. dat., gen.,συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν O. 7.5
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν P. 11.12
bI lustre, glory given by poetryτὶν δ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν O. 10.94
σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν I. 4.72
θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. acc. s. pro prep., c. gen.,τὸ Καστόρειον δ' ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς θέλων ἄθρησον χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος ἀντόμενος P. 2.70
σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων, Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6
and so, ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν as a glory for you Pae. 9.37II pl., poems, songs ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (i. e. songs for both Thebes and Delos) I. 1.6χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.8
cI favour, blessingναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.33
τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ P. 3.72
τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες P. 4.275
γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.58
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ παραιτεῖται χάριν (i. e. τὰ Ὀλύμπια νικῆσαι Σ.) N. 10.30 ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί benison fr. 75. 2. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. χάριτάς τ' Ἀφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.II goodwill, goodfeeling: gratitude, thanks “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται” O. 1.75 ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς in gratitude for their piety O. 8.8ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12
νικῶν Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17
ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76
ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων (“dans son zèle pour ma cause,” Puech: cf. Πα. 9. 37) P. 10.64 ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (ἡδονή Σ.) I. 6.50 acc. s. pro prep., Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων by the grace of Zeus P. 3.95d χάριν prep., v. l. a. fin., 1. b. α. fin., 1. c. β. fin.e fragg.ε]ὐκλέα χάριν Pae. 2.103
χάριν Πα. 12. a. 11. χ]άριν [ἀμ]φέπων (vix κίθαριν, Snell) fr. 215b. 7. Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9.2 pro pers.,a s., Charm, GraceΧάρις δ, ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30
οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν O. 6.76
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11
ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα ( χάρισ coni. van Groningen; varie tentabant locum docti, e. g. lacunam post υἱὸν ponentes) fr. 123. 14b pl., the Graces, Aglaia, Euphrosyne, Thalia, daughters of Zeus and ?Eurynome, worshipped chiefly at Orchomenos.κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον O. 2.50
Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.27
ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.4
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8
ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (i. e. ἄχαριν, graceless) P. 2.42σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες P. 5.45
ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.2
ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος P. 8.21
σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.3
Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.89
παρὰ καλλιχόρῳ πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (at Orchomenos) P. 12.26ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7
φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54
παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν N. 6.37
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.1
Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις θαμάκις N. 10.38
σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς I. 5.21
τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.63
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
Χάρισι πάσαι[ς fr. 6. e.χάριτε[ς Pae. 3.2
]Χάρισι Pae. 4.13
σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.3
Χαρίτεσσί μοι ἀγχιθ[ Pae. 7.10
μήλ]ων Χαρίτεσσι μίγδαν [Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.7
σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. ὦ Πάν: on account of his skill in dancing and piping) fr. 95. 3. Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[ ]ασσιας ἔτικτεν ( Εὐρυνόμα Blass: ευρυχμα Π: π[αραθαλ]ασσίας coni. Snell) ?fr. 333a. 10. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112. -
18 κατατίθημι
κατατίθημι, [tense] fut. - θήσω: Hom. freq. uses the [dialect] Ep. [tense] aor. forms, [voice] Act. κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, inf. κατθέμεν ([dialect] Dor. κατθέμειν prob. in Epich.71, [dialect] Aeol.Aκά (θ) θηκε Schwyzer647a
(Naucratis, vi B.C.)), [voice] Med. κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι (sg.κάτθετο A.R.3.867
); also καταθείομεν, [tense] aor. subj. for καταθῶμεν, Od.21.264; καταθείομαι, [tense] aor. subj. [voice] Med. for καταθῶμαι, Il.22.111, Od.19.17:—place, put, lay down, folld. by various Preps.,κ. ἄρνας ἐπὶ χθονός Il.3.293
;κόρυθ' ἐπὶ χθονί 6.473
; κ. τινὰ ἐν Λυκίης δήμῳ or εἰς Ἰθάκην, set him down in.., 16.683, Od.16.230;τινὰ ἐν λεχέεσσι Il.18.233
;τεύχε' ἐς θάλαμον Od.24.166
;ἐς μέγαρον ἐπὶ θρόνου 20.96
;κλισίην τινὶ παρὰ πυρί 19.55
;τι ὑπὸ ζυγά 13.20
; τι ἐκ καπνοῦ take down out of the smoke, 16.288, 19.7.2 put down, offer as a prize,ἄπυρον κατέθηκε λέβητα Il.23.267
, cf. 885 (tm.);κ. ἄεθλα Od.24.91
; but κ. ἄεθλον ordain a contest, 19.572; εἰς τὴν ἀγορὰν γράμματα κ. set up as a public notice, Pl.Lg. 946d; so also κ. τι ἐς μέσον put it down in the midst, i.e. for common use, E.Cyc. 547, cf. Ar.Ec. 602; οὐσίαν, χρήματα κ., ib. 855, 871;τὰ ὅπλα εἰς τὸ μέσον X.Cyr.2.1.14
; but ἐς μέσον Πέρσῃσι κ. τὰ πρήγματα communicate power to them, give them a common share of it, Hdt. 3.80;ἐς μέσον Κῴοισι κ. τὴν ἀρχήν Id.7.164
;τὸ αὑτῶν ἔργον ἅπασι κοινὸν κ. Pl.R. 369e
; κ. εἰς τὸ μέσον or εἰς τὸ κοινόν, propose for common discussion, Id.Phlb. 14b, Cra. 384c.3 put down as payment, pay down, Hdt.9.120, Ar.Ra. 176, Nu. 246, Th.1.27, Pl.Prt. 314b, Lg. 921d, etc.; ;μετοίκιον Lys.31.9
;τὸ ὄφλημα D. 21.99
, cf. 151;τὰς συμβολάς Antiph.26.8
; put down as paid (in accounts), X. Oec.9.8; τί.. τουτοινὶ καταθῶ σοι .. ; what shall I pay you for these? Ar. Pax 1214: generally, pay, perform what one has promised,νικῶντί γε χάριν κ. Pi.N.7.76
; ἃ δ' ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις; S. OC 227 (anap.):—alsoin [voice] Med., v.infr.11.7.4 deposit, παρακαταθήκην ὲς .. Hdt.5.92.ή; ἐνέχυρα IG5(2).344.18
(Orchom.Arc., iii B.C.):— in this sense usu. in [voice] Med., cf. 11.4.b mortgage, Leg.Gort.6.19, Test.Epict.2.13, etc.7 κ. ὁδόν lay down, make a road, Pi.P.5.90.8 dish up, serve, Epich.71.9 in late form κατατίθω, consign,ἀγγέλοις καταχθονίοις Tab.Defix.Aud. 75.1
.II [voice] Med., lay down from oneself, put off, lay aside, esp. of arms,τεύχεα.., τὰ μὲν κατέθεντ' ἐπὶ γαίῃ Il.3.114
, cf. Od.22.141 (hence, comically, );χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς Od.17.86
; ζώναν καταθηκαμένα, of a maiden, Pi.O.6.39; θοἰμάτιον, etc., Ar.Pl. 926, etc.; τὴν χλαμύδα (of the ἔφηβος) prob. in Philem.34; τὴν μοναρχίαν lay down, Plu.Fab.9.2 metaph., put an end to, settle,τὸν πόλεμον Th.1.121
, Lys.33.6, D.19.264:—[voice] Pass., ξυμφορᾶς μετρίως κατατιθεμένης being arranged on tolerable terms, Th.4.20.b put aside, leave out of the question,τοὺς ποιητάς Pl.Prt. 348a
, cf. Ti. 59c, Democr.3; κ. ἐν ἀμελείᾳ treat negligently, X.Mem.1.4.15.3 lay down in a place; of the dead, bury, Od.24.190;κ. πηδάλιον ὑπὲρ καπνοῦ Hes.Op.45
;τὰς μαχαίρας ἐνθαδί Ar.Eq. 489
; [ τὰ στρώματα] Id.Ra. 166; ὤμοισι κατ' ἄμβροτα θήκατο τεύχη on one's shoulders, Q.S.12.303; put on shore, disembark, Luc.Alex.57; ποῖ δὴ ἡμᾶς ὁ ἀνὴρ -θήσεται; Plu.Caes.37: metaph., πολλὰ αἱ μακραὶ ἁμέραι κατέθεντο λύπας ἐγγυτέρω have brought them nearer.., S.OC 1216 (lyr.).4 deposit for oneself, lay by, lay up in store (v.supr.1.4), [γαστέρας] ἐπὶ δόρπῳ for supper, Od.18.45;ἔντεα ἐς θάλαμον 19.17
;ὅπλα εἰς τὰς ἄκρας X.Cyr.7.5.34
; ; σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ ib. 361;καρποὺς ἐς φορβήν Hdt.1.202
;παραθήκην Id.6.73
;χρήματα Antipho Soph.54
;θησαυρὸν παισί Thgn.409
;θησαυροὺς ἐν οἴκῳ X. Cyr.8.2.15
;μυρίους δαρεικοὺς εἰς τὸ ἴδιον ἐμοί Id.An.1.3.3
; [ σῖτον] hoarditup in hope of high prices, Lys.22.9.b metaph., κλέος lay up store of glory, Hdt.7.220, 9.78, Pl.Smp. 208c;ἀΐδιον δόξαν κ. Th. 4.87
;κ. ἀποστροφήν τινι X. An.7.6.34
: freq. χάριτα or χάριν κατατίθεσθαι τινι or πρός τινα, lay up a store of gratitude or favour, Hdt.6.41, 7.178, Antipho 5.61, Th.1.33, D.59.21, etc.;εὐεργεσίαν κ. ἐς βασιλέα Th.1.128
(so in [voice] Pass., , cf. 1.4.3); also ; ; but κ. ὀργὴν εἴς τινας vent one's fury upon.., X. Cyn.10.8.5 deposit in a place of safety, ;τὴν λείαν ἐς τοὺς Βιθυνούς X.HG1.3.2
;κ. εἰς τὸ οἴκημα D.56.4
; ;διαθήκην παρά τινι Is.6.27
;φιλίαν παρὰ θεούς X.An.2.5.8
; [Διόνυσον] ἐν Δρακάνῳ Theoc.26.34
:—[voice] Pass., of prisoners, ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ κατατεθῶσιν Lex ap.D.24.63, cf. D.C.58.1.6 lay up in memory or as a memorial, χρὴ.. γνώμην ταύτην ( ταύτῃ Bgk.)καταθέσθαι Thgn.717
;μνημεῖον παρά τινι Pl.Tht. 209c
; κ. εἰς μνήμην record, register, Id.Lg. 858d;κ. τι ἐς βιβλίον D.61.2
;γνώμην -θέσθαι εἰς μέσον D.H.Rh.9.4
.b employ, spend, τὴν ἀκμὴν.. πρὸς τί κατατιθέμενος on what he is employing the prime of life, Apollod. Com.13.4;τὸν βίον εἴς τι Phld.Rh.1.244
S.; κ. τὴν σχολὴν εἰς καλόν τι employ one's leisure in.., Plu.2.135d;τὴν τοῦ λέγειν δύναμιν εἰς τὴν τῶν ἀδικουμένων βοήθειαν D.S.9.13
; σπουδὴν-τιθέμενοι Polystr.p.19 W.8 impose,ὄνομα Parm.19.3
, cf. 8.39; but μορφὰς κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν recorded their decision, decided to name, ib.53.9 in Law, depose, aver,ἐν ὑπομνήμασι PLips.35.16
(iv A.D.), cf. Cod.Just.1.5.16.1, etc.b = συγκατατίθεμαι, Eust. 1261.19.c make a testamentary disposition,κ. διαθηκιμαίαν βούλησιν PMasp.151.43
, al. (vi A.D.).—Freq. in Hom. and familiar [dialect] Att.; rare in Trag.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατίθημι
-
19 νικάω
νικάω (Hom.+; ins, pap, LXX; PsSol 4:10; TestJob 27:5; Test12Patr, Philo, Joseph., Just., Tat.; Ath. 3, 2) ptc. νικῶν, dat. νικῶντι or νικοῦντι (so some edd. Rv 2:17, in part also vs. 7; on this exchange of-άω and-έω forms s. B-D-F §90; W-S. §13, 26; Rob. 203; s. Mlt-H. 195); fut. νικήσω; 1 aor. ἐνίκησα; pf. νενίκηκα. Pass.: 1 fut. inf. νικηθήσεσθαι (Just., D. 78, 9); 1 aor. ἐνικήθην LXX, ptc. νικηθείς; pf. inf. νενικῆσθαι 4 Macc 13:2.① to win in the face of obstacles, be victor, conquer, overcome, prevail, intr.ⓐ in a battle or contest (EpArist 281); of Israel as victorious in battle 12:2 (cp. Ex 17:11); of Christ Rv 3:21b; 5:5 (the foll. inf. ἀνοῖξαι indicates what the victory enables the victor to do). ἐξῆλθεν νικῶν κ. ἵνα νικήσῃ 6:2. Of the good athlete (Lucian, Tim. 50; POxy 1759, 4 letter to an athlete) IPol 3:1. The Christian as ὁ νικῶν the one who is victorious (s. B-D-F §322; Rob. 865) Rv 2:7, 11, 17, 26; 3:5, 12, 21; 21:7 (s. Boll 49, 1). οἱ νικῶντες ἐκ τοῦ θηρίου (=τηρήσαντες ἑαυτοὺς ἐκ τ. θ.—B-D-F §212; GBonaccorsi, Primi saggi di filologia neotest. I ’33 p. clxii) 15:2.—Hs 8, 3, 6 v.l.ⓑ in a legal action (Aristoph., Equ. 95, Av. 445; 447; Protagoras in Diog. L. 9, 56 [νικάω and νίκη]; Artem. 1, 35 p. 36, 20; 4, 31 p. 222, 17 al.; PSI 551, 7 [III B.C.] ἐνίκων τῇ κρίσει; PHal 1, 51; 58 [III B.C.]; Jos., Bell. 2, 284, Ant. 12, 126) ὅπως … και νικήσεις (v.l. νικήσῃς) ἐν τῷ κρίνεσθαί σε that you may win when you are accused Ro 3:4; 1 Cl 18:4 (both Ps 50:6.—IG XI/4, 1299, 26f [c. 200 B.C.] Sarapis and his worshipers win in a lawsuit over a new temple [Eng. tr. in Danker, Benefactor, no. 27]).② to overcome someone, vanquish, overcome, trans.ⓐ act. w. the obj. in the acc. τινά overcome someone (Polyb. 6, 58, 13; Diod S 4, 57, 6; Jos., Vi. 81) Lk 11:22; Rv 11:7; 13:7; 17:14. Of Christ νενίκηκα τὸν κόσμον I have overcome the world (i.e. the sum total of everything opposed to God; s. κόσμος 7b) J 16:33b (ν. τι=‘be stronger than’: IAndros Isis, Kyme 55 p. 124). Also said of Christians 1J 5:4f; cp. αὕτη ἐστιν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον vs. 4b (s. νίκη). Also ν. τὸν πονηρόν overcome the evil one, the devil 2:13f (on this passage and J 16:33b s. JBruns, JBL 86, ’67, 451–53); cp. Rv 12:11. αὐτόν (=τὸν διάβολον) Hs 8, 3, 6. αὐτούς (=τοὺς ἐκ τοῦ κόσμου) 1J 4:4. ν. τὴν ψυχήν win a victory over the soul (i.e. the earthly-minded part of man; cp. Sextus 71a νίκα τὸ σῶμα) 2 Cl 16:2. The conquering power added in the dat.: by (means of) ἔν τινι (Pla., Symp. 213e; Himerius, Or. [Ecl.] 3, 11 ἐν δόγμασι νικῶν ἐκείνους): ἐν τῷ μὴ ποιεῖν τὰς ἐπιθυμίας αὐτῆς τὰς πονηράς by not carrying out its base desires 2 Cl 16:2. ν. ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν overcome evil with good Ro 12:21b (TestBenj 4:3 οὗτος τὸ ἀγαθὸν ποιῶν νικᾷ τὸ κακόν).ⓑ pass. be conquered, beaten (Thu. 1, 76, 2 al.; Posidippus [III B.C.]: 447 Fgm. 2 Jac. νικᾶται ὁ Κύπριος τῷ σχήματι=the Cyprian is ‘conquered’ by the picture [of Aphrodite] et al.; Philo, De Jos. 200 νικώμενος ὑπὸ πάθους; Jos., Ant. 1, 302 by the force of necessity; Tat. 9, 2 ὁ νικώμενος νῦν εἰσαῦτις ἐπικρατεῖν εἴωθεν; Theoph. Ant. 2, 12 [p. 130, 30] θεὸν γὰρ οὐ χρὴ ὑφʼ ἡδονῆς νικᾶσθαι) Hm 12, 5, 2. ὁ πονηρὸς … νικηθείς AcPlCor 2:15. Let oneself be overcome μὴ νικῶ ὑπὸ τ. κακοῦ Ro 12:21a; Dg 7:7.③ to surpass in ability, outstrip, excel, trans. w. the superior power added in the dat. (cp. Eur., Herc. Fur. 342 ἀρετῇ; Ael. Aristid. 13 p. 272 D.: ἐπιεικείᾳ; Tat. 15:4 θανάτῳ … τὸν θάνατον νενικήκασιν) τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τ. νόμους in their way of life they surpass (or outdo) the laws (i.e., they live better lives than the laws require) Dg 5:10.—DELG s.v. νίκη. M-M. TW.
См. также в других словарях:
νικῶντι — νῑκῶντι , νικάω conquer pres part act masc/neut dat sg νῑκῶντι , νικάω conquer pres ind act 3rd pl (doric) νῑκῶντι , νικάω conquer pres subj act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALCULI — parvi calces, Festo, ex quo genere sunt calces, qui per diminutionem dicuntur calculi. Vide quoque Lucillium et Plautum, quibus calces sunt, quod ψῆφοι Graecis. Hinc Victor alter, c. 3. ubi de Caligula, qui in Oceani litore conchas et lapillos… … Hofmann J. Lexicon universale
NOVUM Nomen — Apocalyps. c. 2. v. 17. Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἀπὸ τοῦ μάννα τοῦ κεκρυμμένου, καὶ δώσω αὐτῷ ψῆφον λευκὴν καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον, ὃ οὐδεὶς ἔγνω εἰ μὴ ὁ λαμβάνων, Victori dabo edere ex Manna illo abscondito: et dabo illi… … Hofmann J. Lexicon universale
συμπλέκω — ΝΜΑ [πλέκω] 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.) 2. συνδέω, συνενώνω 3. μέσ. συμπλέκομαι α) συναποτελώ σύμπλεγμα β) έρχομαι στα χέρια … Dictionary of Greek