Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νίκημι

См. также в других словарях:

  • νίκημι — (Α) βλ. νικώ …   Dictionary of Greek

  • νίκημι — νί̱κημι , νικάω conquer pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»