-
1 νηλίπους
Grammatical information: adj.Other forms: - ποδος (S.OK 349), νήλιπος, - ον (A. R. 3, 646, Lyc. 635, Theoc. 4, 56, where v. l. ἀνήλιπος [- άλ-])Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: After sch. Theoc. 4, 56 from a further unknown and unexplained ἦλιψ, name of a Dorian shoe and privative ν(η)-. The oldest form νηλίπους can with syllable-dissimilation stand for *νηλιπο-πους (cf. Schwyzer 263) or be a reformation after ποῦς.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νηλίπους
-
2 νηλιπους
-
3 νηλίπους
νήλιποςunshod: masc /fem acc plνηλίπουςunshod: masc /fem nom /voc sg (attic) -
4 νηλίπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηλίπους
-
5 νηλίπους
νηλί-πους, οδος, unbeschuht, barfuß; ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων, also übh. dürftig, arm -
6 νηλίποδος
νηλίπουςunshod: masc /fem /neut gen sg -
7 νηλίπος
νηλίπουςunshod: masc /fem nom /voc sg -
8 νηλίπουν
νηλίπουςunshod: masc /fem acc sg -
9 νηλίπεζος
-
10 νηλί-πους
νηλί-πους, οδος, wie ἀνηλίπους (vielleicht von νη-ἦλιψ-πούς, oder unmittelbar von νῆλιψ), unbeschuht, barfuß, nach E. M. ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων, also übh. dürftig, arm; bei Soph. ἄσιτος νηλίπους τ' ἀλωμένη, O. C. 350, in der ersten Bdtg. – Bei sp. D. auch νήλιπος, wie Ap. Rh. 3, 646; βίος, Lycophr. 635.
-
11 ἀλάομαι
ἀλάομαι [pron. full] [ᾰλ], [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἀλόωνται, imper. ἀλόω (v. infr.), used by Hom. mostly in [var] contr. forms ἀλᾶσθε, ἀλώμενος, [tense] impf. ἠλώμην, [dialect] Ep. ἀλᾶτο: [tense] fut. ἀλήσομαι ([etym.] ἀπ-) Hes.Sc. 409 (A v.l. ἀπαλήσατο): [dialect] Ep. [tense] aor.ἀλήθην Od.14.120
, 362, [dialect] Dor. part. : [tense] pf. ἀλάλημαι (q.v.): ([etym.] ἄλη):—wander, roam,οἷά τε ληιστῆρες..τοί τ' ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι Od.3.73
; ;μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι Hdt.4.97
;αἰσχρῶς ἀλῶμαι A.Eu.98
; ἄσιτος νηλίπους τ' ἀ. S.OC 349: esp. to be outcast, banished, ib. 444, Th.2.102, Lys.6.30, D.19.310; ἐκσέθεν by thee, S.OC 1363: —freq. with Preps.,ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε Il.10.141
;κὰπ πεδίον..οἶος ἀλᾶτο 6.201
;πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστἐ ἀλώμενος Od.15.492
;γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666
;ἐπὶ ξένης χώρας S.Tr. 300
, cf. Isoc.4.168;οὕτω νῦν..ἀλόω κατὰ πόντον Od.5.377
, cf. A.Supp. 870; : c. acc. loci, ἀ. γῆν wander over the land, S.OC 1686;πορθμοὺς ἀ. μυρίους E.Hel. 532
;οὔρεα Theoc.13.66
.2 c. gen., wander away from, miss a thing,εὐφροσύνας ἀλᾶται Pi.O.1.58
; .II metaph., wander in mind, be perplexed, S.Aj.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλάομαι
См. также в других словарях:
νηλίπους — νηλίπους, ὁ και ἡ (Α) ξυπόλυτος, ανυπόδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλίπους προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο *νηλιπόπους (< νήλιπος* + πούς) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς < *αμφιφορεύς) ή έχει σχηματιστεί < νήλιπος* με επίδραση τής λ. πούς] … Dictionary of Greek
νηλίπους — νήλιπος unshod masc/fem acc pl νηλίπους unshod masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίποδος — νηλίπους unshod masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίπος — νηλίπους unshod masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίπουν — νηλίπους unshod masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήλιπος — νήλιπος, ον (Α) νηλίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α συνθετικό το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό τη λ. ἦλιψ* «είδος δωρικού παπουτσιού» (βλ. και λ. νηλίπους)] … Dictionary of Greek
ήλιψ — ἦλιψ, ὁ (Α) δωρικό υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους*, νήλιπος*«ξυπόλυτος»] … Dictionary of Greek
νηλίπεζος — νηλίπεζος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *νηλιπόπεζος < νήλιπος* + πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα) βλ. και λ. νηλίπους] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek