-
1 νήλιπος
νήλιποςunshod: masc /fem nom sg -
2 νηλίπος
νηλίπουςunshod: masc /fem nom /voc sg -
3 νηλίποις
νήλιποςunshod: masc /fem /neut dat pl -
4 νηλίπους
νήλιποςunshod: masc /fem acc plνηλίπουςunshod: masc /fem nom /voc sg (attic) -
5 νήλιποι
νήλιποςunshod: masc /fem nom /voc pl -
6 νηλί-πους
νηλί-πους, οδος, wie ἀνηλίπους (vielleicht von νη-ἦλιψ-πούς, oder unmittelbar von νῆλιψ), unbeschuht, barfuß, nach E. M. ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων, also übh. dürftig, arm; bei Soph. ἄσιτος νηλίπους τ' ἀλωμένη, O. C. 350, in der ersten Bdtg. – Bei sp. D. auch νήλιπος, wie Ap. Rh. 3, 646; βίος, Lycophr. 635.
-
7 νηλίπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηλίπους
-
8 ἀναίλιπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναίλιπος
-
9 ἀνήλιπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνήλιπος
-
10 νηλίπους
Grammatical information: adj.Other forms: - ποδος (S.OK 349), νήλιπος, - ον (A. R. 3, 646, Lyc. 635, Theoc. 4, 56, where v. l. ἀνήλιπος [- άλ-])Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: After sch. Theoc. 4, 56 from a further unknown and unexplained ἦλιψ, name of a Dorian shoe and privative ν(η)-. The oldest form νηλίπους can with syllable-dissimilation stand for *νηλιπο-πους (cf. Schwyzer 263) or be a reformation after ποῦς.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νηλίπους
См. также в других словарях:
νήλιπος — νήλιπος, ον (Α) νηλίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α συνθετικό το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό τη λ. ἦλιψ* «είδος δωρικού παπουτσιού» (βλ. και λ. νηλίπους)] … Dictionary of Greek
νήλιπος — unshod masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίπος — νηλίπους unshod masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίποις — νήλιπος unshod masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίπους — νήλιπος unshod masc/fem acc pl νηλίπους unshod masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήλιποι — νήλιπος unshod masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίπους — νηλίπους, ὁ και ἡ (Α) ξυπόλυτος, ανυπόδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλίπους προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο *νηλιπόπους (< νήλιπος* + πούς) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς < *αμφιφορεύς) ή έχει σχηματιστεί < νήλιπος* με επίδραση τής λ. πούς] … Dictionary of Greek
ήλιψ — ἦλιψ, ὁ (Α) δωρικό υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους*, νήλιπος*«ξυπόλυτος»] … Dictionary of Greek
ανήλιπος — ἀνήλιπος, ον (Α) ανυπόδητος, ξυπόλητος βλ. νήλιπος … Dictionary of Greek
νηλίπεζος — νηλίπεζος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *νηλιπόπεζος < νήλιπος* + πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα) βλ. και λ. νηλίπους] … Dictionary of Greek
νηλιποκαιβλεπέλαιοι — νηλιποκαιβλεπέλαιοι, οί (Α) (ως σκωπτ. χαρακτηρισμός τών φιλοσόφων) αυτοί που είναι ξυπόλυτοι και, αντί να χρησιμοποιούν το λάδι για να καθαρίζονται, περιορίζονται απλώς στο να τό βλέπουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη φτειαχτή < νήλιπος «ξυπόλυτος» + καί +… … Dictionary of Greek