-
1 ώριον
ὤριονindeclform (adverb)ὤριοςsleep: masc /fem acc sgὤριοςsleep: neut nom /voc /acc sgὠρέωimperf ind act 3rd pl (doric)ὠρέωimperf ind act 1st sg (doric)ὠρέωimperf ind act 3rd pl (doric)ὠρέωimperf ind act 1st sg (doric)——————ὁράωInscr. destombeaux des rois: imperf ind act 3rd pl (doric ionic)ὁράωInscr. destombeaux des rois: imperf ind act 1st sg (doric ionic)ὥριοςproduced in season: masc acc sgὥριοςproduced in season: neut nom /voc /acc sgὥριοςproduced in season: masc /fem acc sgὥριοςproduced in season: neut nom /voc /acc sg -
2 ὤριον
-
3 ὥριον
ὥριον, τό, s. ὡρεῖον.
-
4 ὤριον
-
5 ὤριον
Βλ. λ. ώριον -
6 ὥριον
Βλ. λ. ώριον -
7 νεκυ-ώριον
νεκυ-ώριον, τό, oder νεκύωρον, = νεκρομαντεῖον, Hesych.
-
8 νε-ώριον
νε-ώριον, τό, Thuc. 2, 93, Ar. Ach. 926, Pol. 36, 3, 9, gew. im plur., Schiffswerste, Hallen an den Seiten der Häfen, wo neue Kriegsschiffe gebau't u. alte ausgebessert wurden; Eur. Hel. 1546; Plat. Gorg. 455 d u. öfter; οἱ λιμένες καὶ τὰ νεώρια, Critia. 115 c; Xen. Hell. 6, 5, 32 u. öfter; Lys. 12, 99; Din. 3, 2; Dem. u. Folgde, wie Pol. 36, 3, 9. Vgl. VLL., bes. Harpocr. u. Böckh Att. Seew. p. 64 ff. Sie dienten auch zur Aufbewahrung der Schiffe während des Winters, wo diese auf das Trockene gezogen wurden, u. zur Aufbewahrung aller zur Ausrüstung der Schiffe nöthigen Dinge, also = νεώςοικοι (w. m. s.), Schiffsarsenal. Bei Aesch. 3, 25, ἦρχον τὴν τῶν νεωρίων ἀρχήν, hat man νεωρῶν ändern wollen, was zwar angemessener scheint, aber nicht nothwendig ist.
-
9 ἡμι-ώριον
-
10 ὥριος
ὥριος (A), α, ον, Pi.P.9.98; also ος, ον AP7.188 (Thall.), 9.311 (Phil.), Opp.H.1.689:—poet. form of ὡραῖος,A produced in season, ὥρια πάντα all the fruits of the season, Od.9.131, Theoc.7.62, cf. Hes. Op. 394, Theoc.15.112, AP9.329 (Leon.).II generally, in due season, seasonable, , 422; γάμος ib. 697;ὠδίς Opp.
l.c., cf. AP9.311 (Phil.); χρόνος ὥ. ἡμῖν ib.10.100 (Antiphan.);πλόος κώπαις ὥ. Arat.154
; ὥριον (sc. ἐστί) c. inf., it is time.., Sol.27.9 (s. v. l.).2 youthful,ἄνθος Epigr.Gr.319
([place name] Philadelphia); fresh, ὥριον οἷά τε μῆλον κτλ. Archyt.Amphiss.2 ( = Euph.11).III ὥρια, τά, the season,νόσον ὥρια τίκτει BionFr.15.13
.—This poet. form is also used in late Prose,τὸ ὥ. τῆς ἀκμῆς Hld.10.9
;τὰ ὥ. D.L.2.139
, cf. Him.Or.3.5. Adv.- ως Anon.
ap. Suid.; but neut. sg. used as Adv., Arat.1076.2 θαψάτωσαν καὶ τὰ ὥ. αὐτοῦ, καθὼς ἔθος ἐστίν, αὐτοὶ ποιησάτωσαν his funeral rites, IG9(1).39, cf. 42 (Phocis, ii B. C.).------------------------------------------------------------------------A = οὔριος, v.l. (ap.Sch.) in Theoc.7.62, cj. in Hippod. ap. Stob.4.39.26. -
11 ωριος
[ὥρα]1) своевременный, поспевающий вовремяφέρειν ὥρια πάντα Hom. — приносить всевозможные плоды в свое время;
ὥ. ὄμβρος Hes. — выпадающий в обычное время дождь, т.е. дождливый сезон;ὥριον ἔργον Hes. — вовремя выполняемая работа;ὅτε χρόνος ὥ. Anth. — когда время приспело, т.е. в урочный час2) зрелыйκούρη ὥριος γάμῳ Anth. — девушка, достигшая брачного возраста
3) весеннийἔτος ὥριον Theocr. — теплое время года
4) благоприятный5) цветущий(δένδρα Luc.; Διόνυσος Anth.)
-
12 αώριον
ἄωρος 1untimely: masc acc sgἄωρος 1untimely: neut nom /voc /acc sgἀώριοςmasc acc sgἀώριοςneut nom /voc /acc sgἀ̱ώριον, ἀωρέωto be careless: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱ώριον, ἀωρέωto be careless: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀωρέωto be careless: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀωρέωto be careless: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
13 ἀώριον
ἄωρος 1untimely: masc acc sgἄωρος 1untimely: neut nom /voc /acc sgἀώριοςmasc acc sgἀώριοςneut nom /voc /acc sgἀ̱ώριον, ἀωρέωto be careless: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱ώριον, ἀωρέωto be careless: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀωρέωto be careless: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀωρέωto be careless: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
14 ώρεῖον
-
15 ημιωριον
-
16 νεωριον
-
17 ποτί
a prep. c. acc.,I to, towardsποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι O. 1.42
ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.21
ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36
“ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” P. 9.53ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός N. 4.70
Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37
δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.7
παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας N. 10.23
ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41
[ καίτοι ποτ' Ἀνταίου δόμους (v. l. καί τοί ποτ) I. 4.52] Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 3. [ πὸτ τὰν Ἀφροδίταν (codd.: πρὸς Ἀφρ. Wil.) fr. 122. 5.]II againstποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2.94
ποτὶ δ' ἐχθρὸν ὑποθεύσομαι P. 2.84
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται (contra Boeckh, “nam laus e familia profecta vituperio est”) *fr. 181.*III in respect of, towardsσὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66
ἔσαναν αὐτίκ' ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5
σαίνων ποτὶ πάντας P. 2.82
IV towards the time of, aboutὥριον ποτὶ χρόνον Pae. 3.14
b c. gen.I by, at the hand ofοὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀοιδαί I. 2.7
II in the eyes of, beforeδίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
c c. dat.I at, onποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις P. 9.118
II on, against μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει fr. 205. 3.d in tmesis. ποτὶ κριμνάντων (v. ποτικρίμναμι) P. 4.24 ποτὶ ἕρποι (v. ποτιέρπω) N. 7.68 -
18 χρόνος
χρόνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)1 time, cf. Fränkel, W&F, 20ff.; van Leeuwen, 73—5.a momentδευτέρῳ χρόνῳ O. 1.43
ἄλλῳ χρόνῳ O. 2.37
“ χρόνῳ ὑστέρῳ” P. 4.55ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.30
b (period of) timeεἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν O. 1.115
“ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον” O. 4.27ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28
ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7
κεῖνον κατὰ χρόνον O. 10.102
ἐν μικρῷ χρόνῳ O. 12.12
τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.57
Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον N. 7.39
ὥριον ποτὶ χρόνον Pae. 3.14
ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ (at the Delphic Theoxenia) Πα... ]αι κείνῳ χρόνῳ Δ. 4. d. 1. ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6.c time, course of timeτὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
ἐν παντὶ χρόνῳ O. 6.36
χρόνῳ σύμπαντι O. 6.56
μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97
ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94
χρόνον ἅπαντα O. 13.26
ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον season P. 5.121 ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων (v. Gerber, TAPA, 1962, 30—3) N. 1.46αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνο̄ν ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ N. 1.69
ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν (sc. ἀρετάν)τελέσει N. 4.43
ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.68
οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ I. 3.6
κλέονται μυρίον χρόνον I. 5.28
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.27
ἂν εὐχοίμαν γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 1. ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. esp., χρόνῳ, ἐν χρόνῳ, in course of time, cf. P. 4.55,χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85
ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96
ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ P. 4.78
τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἅν ποτε codd.: ἔν ποτε Chaeris) P. 4.258ἐν δὲ χρόνῳ P. 4.291
βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας ἵκων χρόνῳ κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις P. 11.32
ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b. (= fr. 147 Schr.) λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227.d pro pers.Χρόνος, ὁ πάντων πατὴρ O. 2.17
ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.55
ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159.e frag. ]ν χρόνον ὀρνύει Pae. 4.11
-
19 ὥριος
1 coming in due season, seasonableπλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.98
ἐντὶ μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥ[ρ]ιαι παιάνιδες (supp. Hermann)Θρ. 3. 2. ὥριον ποτὶ χρόνον Pae. 3.14
-
20 κάπτω
A gulp down, (lyr.), cf. Sophr.64; [ ἄλφιτα] Nicocl.2; of liquids, Xenarch.9 codd. Ath., Arist.HA 593a21; ἀφρόν ib. 620a13;κ. αὔρας Eub.10
: c. gen. partit.,κ. τῶν θυλημάτων Telecl. 33
: abs., ἄχρις ἑσπέρης κ. Herod.7.41; expressing greater greediness than φαγεῖν, Ar.Ec. 687; : metaph.,σευ τὸ ὥριον τέφρη κάψει Herod.1.38
. (Cogn. with Lat. capio, Germ. haben, Heft.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὤριον — indeclform (adverb) ὤριος sleep masc/fem acc sg ὤριος sleep neut nom/voc/acc sg ὠρέω imperf ind act 3rd pl (doric) ὠρέω imperf ind act 1st sg (doric) ὠρέω imperf ind act 3rd pl (doric) ὠρέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώριον — (I) Μ επίρρ. αύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ιων. τ. τής λ. αὔριον]. (II) τὸ, ΜΑ βλ. ὠρεῑον … Dictionary of Greek
ὥριον — ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 3rd pl (doric ionic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 1st sg (doric ionic) ὥριος produced in season masc acc sg ὥριος produced in season neut nom/voc/acc sg ὥριος produced in season… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀώριον — ἄωρος 1 untimely masc acc sg ἄωρος 1 untimely neut nom/voc/acc sg ἀώριος masc acc sg ἀώριος neut nom/voc/acc sg ἀ̱ώριον , ἀωρέω to be careless imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ώριον , ἀωρέω to be careless imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HORREA — quorum in Pandectis, ut et Horreariorum, creberrima mentio, erant iam olim in urbe, ut Sulpicia, et quas vocat Dio in Commodo, ἀποθήκας τῶ τε Α᾿ιγυπτίων καὶ τῶ Α᾿ῤῥαβίων φορτίων: sed in singulis urbis regionibus certa Horrea publica primus… … Hofmann J. Lexicon universale
ενναώριον — ἐνναώριον, το (Μ) χρονικό διάστημα εννέα ετών ή εννέα ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ωριον < ωρος < ώρα] … Dictionary of Greek
τριώριον — τὸ, Α χρονικό διάστημα τριών ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωριος (< ὥρα), πρβλ. ἡμι ώριον] … Dictionary of Greek
ωρείον — (I) και ὤριον και ὤρεον τὸ, ΜΑ (κρητ. τ.) φρούριο, οὐρεῑον* («ἐν τῷ ὠρέῳ Μιλίῳ», ΨΚωδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. τού οὐρεῖον* «φρούριο»]. (II) και ὡρρεῑον, τὸ, ΜΑ βλ. ορρείον … Dictionary of Greek
ώριος — (I) ον, Α νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος» (αλλά και ὤρος ἡ νύξ, Ησύχ.)]. (II) ον, Α δωρ. τ. τού ούριος (Ι). (III) ία, ον, θηλ. και ος, Α [ὥρα] (ποιητ. τ.) 1. (κυρίως για καρπούς) αυτός που παράγεται την κατάλληλη εποχή τού έτους 2. (για… … Dictionary of Greek