Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄνθος

См. также в других словарях:

  • άνθος — άνθος, το και άνθι, το και ανθός, ο και αθός, ο 1. το μέρος του φυτού στο οποίο υπάρχουν τα όργανα της αναπαραγωγής, το λουλούδι: Η λεμονιά είναι γεμάτη άνθη. 2. το εκλεκτότερο μέρος από ένα σύνολο: Στη Σικελία χάθηκε το άνθος του αθηναϊκού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄνθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθος — blossom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • Άνθος Χαρίτων — Τίτλος ανθολογίας του 16ου αι. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1546. Είναι γραμμένη στη δημοτική γλώσσα και αποτελείται από 35 κεφάλαια. Περιέχει αποφθέγματα διαφόρων συγγραφέων, οι οποίοι συχνά αναφέρονται με παραποιημένα τα ονόματά… …   Dictionary of Greek

  • ἄνθει — ἄνθος blossom neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄνθεϊ , ἄνθος blossom neut dat sg (epic ionic) ἄνθος blossom neut dat sg ἄ̱νθει , ἀνθέω blossom imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀνθέω blossom pres imperat act 2nd sg (attic epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεα — ἄνθος blossom neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεος — ἄνθος blossom neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεσι — ἄνθος blossom neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεσιν — ἄνθος blossom neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»