-
1 ἡμι-ώριον
-
2 ἡμιώριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιώριον
-
3 ἡμιώριον
ἡμι-ώριον, τό, halbe Stunde -
4 ημιωριον
См. также в других словарях:
τριώριον — τὸ, Α χρονικό διάστημα τριών ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωριος (< ὥρα), πρβλ. ἡμι ώριον] … Dictionary of Greek