-
1 νεο-
-
2 νέο
[ν] τό новость;τα νέα новости; τί νέα (έχουμε); что нового? -
3 νέο-
первая часть сложных слов, означ. новый или только что сделанный, новоиспечённый -
4 νεοτοκος
-
5 νεοαλωτος
-
6 νεοαρδης
-
7 νεογαμος
-
8 νεογενης
21) недавно родившийся, новорожденный(δάκος Aesch.; παιδίον Plat.)
2) недавно возникший, свежий(πηγαῖα νάματα Plut.)
-
9 νεογραφος
-
10 νεογυιος
-
11 νεοδαμωδης
2[δᾶμος дор. = δῆμος См. δημος] только что принятый в число граждан Спарты, т.е. вольноотпущенный Plut.δύναται τὸ νεοδαμῶδες ἐλεύθερον ἤδη εἶναι Thuc. — (у лакедемонян) принятие в число граждан означает уже свободное состояние
-
12 νεοδαρτος
-
13 νεοδιδακτος
-
14 νεοδμης
-
15 νεοδμητος
I2[δαμάω]1) только что убитый, свежий(νεκρός Eur.)
2) новобрачный, молодой(κόρη Eur.)
IIдор. νεόδμᾱτος 2[δέμω] недавно построенный, только что устроенный(στεφανώματα βωμῶν Pind.; τύμβος Anth.)
-
16 νεοδρεπτος
-
17 νεοδρομος
-
18 νεοζυγης
-
19 νεοζυγος
-
20 νεοθεν
См. также в других словарях:
Νέο Καρλόβασι — Κωμόπολη (υψόμ. 40 μ.) της Σάμου. Βρίσκεται προς τα βόρεια παράλια της Σάμου. Ήταν έδρα του πρώην δήμου Καρλοβασίων (21 τ. χλμ), στον οποίο ανήκαν και τα χωριά Σαμουλαίικα (υψόμ. 215 μ.), Σουρήδες (υψόμ. 220 μ.), το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και … Dictionary of Greek
Νέο Αγιονέρι — Sp Nèo Agionèris Ap Νέο Αγιονέρι/Neo Agioneri L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Εράσμιο — Sp Nèo Erãsmijas Ap Νέο Εράσμιο/Neo Erasmio L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Καρλοβάσι — Sp Nèo Karlovãsis Ap Νέο Καρλοβάσι/Neo Karlovasi L Graikija (Samas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Μοναστήρι — Sp Nèo Monastỹris Ap Νέο Μοναστήρι/Neo Monastiri L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Πετρίτσι — Sp Nèo Petricis Ap Νέο Πετρίτσι/Neo Petritsi L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Σούλι — Sp Nèo Sùlis Ap Νέο Σούλι/Neo Souli L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Αγιονέρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στα ΝΔ της Πικρολίμνης, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek
Νέο Αγρίδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας … Dictionary of Greek
Νέο Αμαρούσι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (17 τ. χλμ.). Άλλοτε λεγόταν Δόλιανη … Dictionary of Greek
Νέο Άμστερνταμ — Πρώτος πυρήνας της σημερινής πόλης της Νέας Υόρκης, που ιδρύθηκε το 1625 με την εγκατάσταση αποίκων για λογαριασμό της Ολλανδικής Εταιρείας Δυτικών Ινδιών. Βλ. λ. Νέα Υόρκη … Dictionary of Greek