-
1 κλάδοι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κλάδοι
-
2 κλαδος
ὅ [κλάω II]1) (преимущ. сорванная, отломанная) ветвь, побег(ἐλαίας Aesch.; δάφνης Eur.)
ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι Soph. — увенчанные просительными ветвями, т.е. держа обвитые белой шерстью ветви ( в знак просьбы о заступничестве);εἰ ἥ ῥίζα ἁγία, καὴ οἱ κλάδοι погов. NT. — если свят корень, то (святы) и ветви2) перен. рука(δύο κλάδοι Emped.)
-
3 ακροκομος
21) с волосами на макушке(Θρήϊκες Hom.)
2) с листьями на кончике(ἐλάτας κλάδοι Eur.) или с высокой кроной (κυπάρυσσοι Theocr.; τὰ στελέχη τῶν φοινίκων Diod.; πίτυς Anth.)
-
4 δρυινος
-
5 εγχειριδιος
-
6 εριοστεπτος
-
7 ικτηρ
-
8 λευκοστεφης
-
9 λυγος
(ῠ) ἥ и ὅ ивовая ветвь, ивовый прут(συνεέργειν λύγοισιν, sc. ὄϊν Hom.; λύγοι καὴ κλάδοι Arst.)
-
10 μυρρινη
1) мирт(μυρσίνης κλάδοι Eur.)
2) миртовая ветвь(μυρσίνας στέφανος Pind.)
3) миртовый венок Arph.4) pl. место продажи миртовых ветвей и венковἐν ταῖς μυρρίναις Arph. — на миртовом рынке
-
11 νεοδρεπτος
-
12 βασικός
η, ό[ν]1) главный, основной;βασικό γνώρισμα — или βασική ένδειξη — основной признак;
βασικός μισθός — основной оклад;
βασικοί κλάδοι της βιομηχανίας — ведущие отрасли промышленности;
βασικά μέσα — основные средства;
βασικά χρώματα физ. — основные цвета;
2) хим. основной;βασικά άλατα — основное соли
-
13 ισχνός
См. также в других словарях:
κλάδοι — κλάδος branch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ветви — • Κλάδοι ίκετήριοι, обыкновенно στέμματα, также θαλλοί или φυλλάδες ίκετ, у римлян iufulae или vittae, назывались ветви в руках или венки на головах умоляющих о защите, перевитые иногда белыми шерстяными повязками; ср. Infula, Инфула … Реальный словарь классических древностей
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ampelomixia — (griech. ἀμπελομιξία; aus ἄμπελος, ámpelos, „Weinrebe“ und μείγνυμι, meígnymi, „vereinigen“) ist ein spätgriechischer Begriff, der satirisch den Geschlechtsverkehr mit Weinreben bezeichnet. Er tritt erstmals im 2. Jahrhundert n. Chr. beim… … Deutsch Wikipedia
CLADUS — CLADUS, Graece Κλάδος, apud Martialem, l. 2. Epigr. 57. v. ult. modo modo ad Cladi mensam Oppigneravit annulum, unde cenaret: nomen proprium Trapezitae. Alias Κλάδοι Graecis, rami sunt arborum, inprimis in palma, rami e trunco, qui ςτέλεχος… … Hofmann J. Lexicon universale
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… … Dictionary of Greek