Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(διθύραμβοι

См. также в других словарях:

  • διθύραμβοι — δῑθύραμβοι , διθύραμβος dithyramb masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пиндар — Содержание 1 Жизнь 2 Творчество 3 Влияние …   Википедия

  • Вакхилид — Содержание 1 Жизнь 2 Творчество 3 Влияние …   Википедия

  • διθυραμβικός — ή, ό (Α διθυραμβικός, ή, όν) [διθύραμβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διθύραμβο, ο κατάλληλος για διθύραμβο νεοελλ. φρ. «διθυραμβικά σχόλια» εγκωμιαστικά, επαινετικά αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ διθυραμβικά οι διθύραμβοι …   Dictionary of Greek

  • κισσοφόρος — κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ. β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.) 2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.) 3. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • φιλόξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής διθυράμβων από τα Κύθηρα (435 – 380 ή 379). Όταν οι Αθηναίοι κυρίευσαν την πατρίδα του, μεταφέρθηκε στην Αθήνα αιχμάλωτος και έγινε αρχικά δούλος και έπειτα απελεύθερος του διθυραμβοποιού Μελανιππίδη.… …   Dictionary of Greek

  • λυρική ποίηση — Ποίηση που εκφράζει κατά άμεσο τρόπο τα υποκειμενικά συναισθήματα, με χαρακτηριστικά μορφής και περιεχομένου που τη διαφοροποιούν από τα άλλα κύρια ποιητικά είδη (έπος και δράμα). Η διάκριση αυτή συνεχίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης — Όνομα αρχαίων Ελλήνων ποιητών. 1. Ο Αμοργίνος. Έλληνας ιαμβικός ποιητής που γεννήθηκε στη Σάμο, κι από εκεί ηγήθηκε μιας ομάδας άποικων που εγκαταστάθηκαν στην Αμοργό. Έζησε στα μέσα του 7oυ αι. π.Χ., και υπήρξε σύγχρονος του Αρχίλοχου, από τον… …   Dictionary of Greek

  • διθύραμβος — ο 1. ποίημα με ενθουσιώδη χαρακτήρα προς τιμή του Διονύσου. 2. υπερβολικό εγκώμιο: Γράφτηκαν διθύραμβοι για την προεκλογική συγκέντρωση του κόμματός μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»