Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νεοδμής

См. также в других словарях:

  • νεοδμής — νεοδμής, ὁ και ἡ (Α) 1. (για άλογα) αυτός που έχει δαμαστεί πρόσφατα 2. (για γάμο) αυτός που έγινε πρόσφατα («ἀλλ ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμής (< θ. δμᾱ τού δάμνημι «δαμάζω», πρβλ. δμητός), πρβλ. α δμής …   Dictionary of Greek

  • νεοδμής — newly tamed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδμῆτες — νεοδμής newly tamed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδμῆτος — νεοδμής newly tamed masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοδμήτων — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut gen pl νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut gen pl νεοδμής newly tamed masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»