-
1 νεοδαμωδης
2[δᾶμος дор. = δῆμος См. δημος] только что принятый в число граждан Спарты, т.е. вольноотпущенный Plut.δύναται τὸ νεοδαμῶδες ἐλεύθερον ἤδη εἶναι Thuc. — (у лакедемонян) принятие в число граждан означает уже свободное состояние
См. также в других словарях:
νεοδαμώδης — lately made one of the people masc/fem acc pl (attic epic doric) νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem nom sg νεοδᾱμώδης , νεοδαμώδης lately made one of the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδαμώδης — νεοδαμώδης, ῶδες (Α) 1. αυτός που έγινε πολίτης τής Σπάρτης πρόσφατα 2. (συν. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ νεοδαμώδεις είλωτες που λόγω ανδραγαθίας στη μάχη ή και για άλλες σπουδαίες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην πολιτεία τών Λακεδαιμόνων έγιναν… … Dictionary of Greek
νεοδαμῶδες — νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem voc sg νεοδαμώδης lately made one of the people neut nom/voc/acc sg νεοδᾱμῶδες , νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem voc sg νεοδᾱμῶδες , νεοδαμώδης lately made one of the people… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδαμώδεις — νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem acc pl νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem nom/voc pl (attic epic) νεοδᾱμώδεις , νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem acc pl νεοδᾱμώδεις , νεοδαμώδης lately made one… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδαμωδῶν — νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) νεοδᾱμωδῶν , νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδαμώδεσι — νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem/neut dat pl νεοδᾱμώδεσι , νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδαμώδων — νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek