Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νεανικός

См. также в других словарях:

  • νεανικός — ή, ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.) 2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός μσν.… …   Dictionary of Greek

  • νεανικός — νεᾱνικός , νεανικός youthful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε νέο, ρωμαλέος, ορμητικός: Νεανικές τρέλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεανικά — νεᾱνικά , νεανικός youthful neut nom/voc/acc pl νεᾱνικά̱ , νεανικός youthful fem nom/voc/acc dual νεᾱνικά̱ , νεανικός youthful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικώτερον — νεᾱνικώτερον , νεανικός youthful adverbial comp νεᾱνικώτερον , νεανικός youthful masc acc comp sg νεᾱνικώτερον , νεανικός youthful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικώ — νεανικῶ, έω (Α) [νεανικός] 1. είμαι νέος 2. είμαι νεανικός …   Dictionary of Greek

  • νεανικωτάτας — νεᾱνικωτάτᾱς , νεανικός youthful fem acc superl pl νεᾱνικωτάτᾱς , νεανικός youthful fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικωτέραις — νεᾱνικωτέραις , νεανικός youthful fem dat comp pl νεᾱνικωτέρᾱͅς , νεανικός youthful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικωτέρας — νεᾱνικωτέρᾱς , νεανικός youthful fem acc comp pl νεᾱνικωτέρᾱς , νεανικός youthful fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικωτέρων — νεᾱνικωτέρων , νεανικός youthful fem gen comp pl νεᾱνικωτέρων , νεανικός youthful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικῶν — νεανικέω to be youthful pres part act masc nom sg (attic epic doric) νεᾱνικῶν , νεανικός youthful fem gen pl νεᾱνικῶν , νεανικός youthful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»