-
1 τραύματα
τραῦμαwound: neut nom /voc /acc pl -
2 τραύματα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τραύματα
-
3 τραύμαθ'
τραύματα, τραῦμαwound: neut nom /voc /acc plτραύματι, τραῦμαwound: neut dat sgτραύματε, τραῦμαwound: neut nom /voc /acc dual -
4 τραύματ'
τραύματα, τραῦμαwound: neut nom /voc /acc plτραύματι, τραῦμαwound: neut dat sgτραύματε, τραῦμαwound: neut nom /voc /acc dual -
5 τραῦμα
τραῦμα, ατος, τό, [dialect] Ion. [full] τρῶμα Hdt.1.18, al., Hp.VC2, al.; [dialect] Dor. also [full] τρῶμα, Theoc.21.50:—A wound, hurt,ἀποθνῄσκειν ἐκ τῶν τ. Hdt.2.63
;τελευτᾶν ἐκ τοῦ τ. Id.3.29
;τραυμάτων ἐτύγχανεν A.Ag. 866
; , cf. Plu.Pyrrh.7;ὑφ' ὧν πολλὰ τραύματ' εἰληφώς D.18.262
;πολλὰ τραύματ' ἔχων X. HG4.3.20
;τραύματα ὑπὸ τῶν πολεμίων τοσαῦτα ἔχων Id.Mem.3.4.1
; φέρειν, ποιεῖν, E.Or. 1487 (lyr.), Theoc.19.6;τυπτέσθω ἄνευ τραυμάτων Pl.Lg. 845c
;τὰ ἄνευ τραύματος κατάγματα Sor.1.28
;αἱ χωρὶς τραυμάτων αἱμορραγίαι Gal.15.127
;ἀδύνατον νεκρῶν τραύματα μύειν Arist.Fr. 167
.II of things, hurt, damage, as of ships, Hdt.6.16, Plb. 16.4.12.III in war, heavy blow, defeat, Hdt.1.18, 4.160;τὸ ἐν Μαραθῶνι τ. γενόμενον Id.6.132
;τὸ τ. τὸ Αακωνικόν Id.8.66
.IV ἡ τοῦ τ. γραφή an indictment for wounding (with intent to murder), Aeschin.2.93; , cf. Lys.3.41;δίκαι τραύματος Arist.Ath.57.3
. -
6 πρόσθιος
πρόσθιος, der vordere, vorn; οἱ πρόσϑιοι πόδες, die Vorderfüße, Her. 2, 69, wie κῶλα, Plat. Tim. 91 e; βάσιν χερσὶ προσϑίαν καϑαρμόσας, Eur. Rhes. 210; auch πρόσϑια τραύματα, vulnera adversa, Bass. 7 (IX, 279).
-
7 τραῦμα
τραῦμα, τό, Wunde, Verletzung; Aesch. Ag. 840; Eur. oft; ἐπώδυνον, Ar. Ach. 1166; Plat. oft, τραύματα ἔλαβον Alc. I, 115 b, τυπτέσϑω ἄνευ τραυμάτων Legg. VIII, 845 d; Folgde; τραύμασι βιαίοις περιπεσεῖν, Pol. 2, 69, 1; auch vom Schiffe, 16, 4, 12; vgl. Her. 6, 16; u. vom ganzen Heere, Niederlage, Her. 1, 18. 4, 160; Schol. Thuc. 3, 18.
-
8 χίμετλον
-
9 καρᾱ-δοκέω
καρᾱ-δοκέω, eigtl. mit aufgerichtetem, hingerecktem Kopfe nach Etwas hinsehen, lauern, aufpassen, aufmerken, erwarten; καραδόκει ὅταν στράτευμ' Ἀργείων ἐξίῃ Eur. Tr. 93; αὔραν ἱστίοις 456; σάλπιγγος αὐδὴν προςδοκῶν καραδοκεῖ Rhes. 114; τἀπιόντα τραύματα I. T. 313; πέμπει Κάδμον καραδοκήσοντα τὴν μάχην ᾗ πεσέεται Her. 7, 163; καραδοκοῦντες τὰ προςταχϑησόμενα Xen. Mem. 3, 5, 6; Sp., τὸν καιρόν, τὸ μέλλον, Pol. 1, 33, 11. 2, 52, 6; – Ar. vrbdt ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ' ἡ βουλὴ πάλιν, Equ. 661, sah auf mich.
-
10 κατα-κοπή
κατα-κοπή, ἡ, das Niederhauen, Zerhauen, Abhauen, z. B. der Zweige, Theophr., Sp.; τραύματα καὶ κατακοπαί vrbdt Artemidor. 2, 37 p. 216.
-
11 κάματος
κάματος, ὁ (καμεῖν), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; πολυάϊξ, vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il. 4, 230, γούναϑ' ἵκοιτο 13, 711; κάματος δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴϑρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6, 2; ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. ὄλβος ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; δυςπενϑής P. 12, 10; νώδυνος N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καϑεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben ἀῤῥωστία; D. Hal. 10, 53 οὔτε τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηϑεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58).
-
12 κάθ-αιμος
-
13 νεᾱνικός
νεᾱνικός, jugendlich, kraftvoll, tüchtig; φόβος ν., Eur. Hipp. 1204; Plat. Rep. X, 606 c; πάνυ γὰρ νεανικῶς τῷ ἀνδρὶ βεβοήϑηκας, Theaet. 168 c; auch von Dingen, ἀγών, lebhafter Kampf, Pol. 10, 31, 2; ἀκροβολισμός, 3, 101, 7; πρᾶξιν ἔχων νεανικήν, 22, 12, 11, tüchtig im Handeln; auch τραύματα, Plut. Alex. 58; λοπάς, groß, Alexis Ath. IV, 170 c. – Häufig im tadelnden Sinne, muthwillig, übermüthig, ἢ σοῦ τις νεανικώτερος, Plat. Gorg. 508 d; aber auch im guten Sinne, schön, trefflich, αὕτη ἡ ἀρχὴ οὕτωσι καλὴ καὶ νεανική, Rep. VIII, 563 e; νεανικοί τε καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας, VI, 503 c, u. sonst.
-
14 δια-κοπή
δια-κοπή, ἡ, das Zerschneiden, die Trennung, bes. = tiefe Wunde; Medic.; καὶ τραύματα Plut. Mar. 19; Brut. 20.
-
15 θάνατος
θάνατος, ὁ (ϑανεῖν), der Tod, sowohl der natürliche, als der gewaltsame Todtschlag, Mord, Hom. u. Folgde; οἰκτίστῳ ϑανάτῳ ϑανεῖν, des jämmerlichsten Todes sterben, Od. 11, 412 (aber στρατηγοῦ ϑάνατον ἀποϑνήσκειν Plut. comp. Sull. 4, wie ὀξύν Crass. 25; τὸν ῥᾷστον ϑάνατον τελευτᾶν D. Hal. 4, 76; a. Sp.); im plur. die Todesarten, πάντες μὲν στυγεροὶ ϑάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν Od. 12, 341; auch der Tod, Mord von mehreren, μελέους ϑανάτους εὕροντο Aesch. Spt. 860; ϑανάτοις αὐϑένταισι Ag. 1554; δεσποτῶν ϑανάτοισι Ch. 52; εἰ σέβεις ϑανάτους ἀγαϑῶν Eur. Heracl. 629; Plat. ἔν τε ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι ϑανάτοις, Legg. X, 904 e; εἰς τραύματα ἢ εἰς ϑανάτους ἰόντος Todesgefahren, Rep. III, 399 a; μυρίων ἄξια ϑανάτων D. Hal. 4, 24; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα ϑανάτους εἴκοσι Ar. Plut. 483. – Bei den Attikern bes. die gerichtliche Todesstrafe, Hinrichtung, ἀτιμίαις καὶ ϑανάτοις κολάζειν Plat. Rep. VI, 492 d; ϑάνατον καταγιγνώσκειν τινός, die Todesstrafe gegen Einen erkennen, Thuc. u. A.; τὸν παῖδα ἀγόμενον ἐπὶ ϑανάτῳ Her. 3, 14; τοὺς ἄλλους κατέδησαν τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ 5, 72, vgl. ἐπί; ἡ ἐπὶ ϑανάτῳ, sc. ζημία, Todesstrafe; ϑανάτου δίκῃ κρίνεσϑαι, einen Proceß haben, wo der Tod die Strafe ist, Thuc. 3, 37; ähnl. κρίνεσϑαι τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ, sc. δίκην, Ath. XIII, 590 d; ὑπάγειν τινὰ ϑανάτου, Einen auf Tod u. Leben anklagen, Xen. Hell. 2, 3, 12. Auch übertr., wie bei uns, ϑάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν, das zu hören ist der Tod, Soph. O. C. 523, vgl. ϑανάτῳ γὰρ ἴσον πάϑος ἐκπεύσει Ai. 214. – Bei Crinag. 35 (IX, 439), ἀτυμβεύτου ϑανάτοιο λείψανον, steht es für Leichnam. – S. auch nom. pr.
-
16 ἀ-βαθή
ἀ-βαθή, ές (βάϑος), nicht tief, τραύματα Galen.; ohne Dicke im mathem. Sinne, Hext. Emn. Pyrrh. 3, 43.
-
17 ἄγριος
ἄγριος ( fem. ἄγριος Iliad. 3, 24 ἄγριον αἶγα u. 19, 88 ἄγριον ἄτην), 1) auf dem Felde lebend, wild, zunächst von Thieren, auch von Pflanzen, im Naturzustand, dem ἥμερος, Culturzustand, entgegengesetzt, wie Plat. Legg. VI, 765 e; φυτῶν καὶ ζώων ἡμέρων καὶ ἀγρίων, wie τιϑασσός u. ἄγρ. Polit. 271 e; vgl. Arist. Probl. 20, 12; ἄγρια πάντα, allerlei Wild, Il. 5, 52, σῠς ἄγριος 8, 338, αἴξ 4, 106, ἄγρια φῠλα, μυίας Iliad. 19, 30; δένδρεα ἄγρια καὶ ἥμερα Her. 4, 21, ὕλη 1, 203, wie Archil. frg. 9; ἄμπελος Aesch. Pers. 606; ἔλαιον Soph. Tr. 1187 O. R. 476, ὕλη O. C. 349; μέλι Matth. 3, 4. Die Sp. bildeten bes. bei Pflanzen gern composita, wie sie oben angeführt sind, ἀγριάμπελος für ἄγριος ἄμπελος. Bei Mosch. 5, 13 ist ἄγριος der Landmann. – 2) Da bes. die Raubthiere in diesem Zustand bleiben, so wird mit ἄγριος die Wildheit u. Grausamkeit dieser bezeichnet, so λέων, δράκων, u. γένυς ἀγρία Eur. Phoen. 1389, δρακαίνης φύσις ἀγρία Bacch. 1355. Dah. von Menschen, wild, zornigu. überh. von leidenschaftlichen Gemüthszuständen, Hom. λέων ἃς ἄγρια οἰδεν Il. 24, 41, αἰχμητής Il. 6, 97, u. in der Od. ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, 6, 120. 9, 175. 13, 201. 8, 575, vgl. 9, 215. 494, ἄγριος Κύκλωψ Od. 2, 19. ἄγρια φῦλα Γι γάντων Od. 7, 206, χόλος ἄ. Iliad. 4, 23. 8, 460 Odyss. 8, 304, auch ϑυμός Il. 9, 629, μένος 22, 313, πόλε μος 17, 737, μῶλος 398; δάμαρ Soph. Ant. 961, Ἅιδης Ai. 1014, νόσος Phil. 173 u. sonst, Eur. Or. 34, τραύματα Phoen. 1663, ἕλκος Bion 1, 16. Daher bei den Aerzten geradezu von bösartigen Geschwüren, unheilbar, ὀδύνη Soph. Tr. 971, λύπη O. R. 1073 (wie πένϑη Plut. cons. ad ux. 6), πόνοι 1205, πέδαι 1349 wie δεσμά Aesch. Pr. 175, ἅλς Suppl. 35, χεῖμα Eur. Androm. 749, πῦρ Theocr. 2, 54. Ebenso in Prosa: Plat. verb. es mit ϑηριώδης, Rep. IX, 571 c; ἀπηνής Legg. XII, 950 d; δύσκολος (ψυχή) I, 649 e; χαλεπὸς καὶ ἄδικος de leg. 318 d; τὸ τῆς διανοίας ἄγρ. καὶ πικρόν Dem. 45, 69. Es geht dann in den Begriff des rohen, bäurischen über, wie Plat. τύραννος ἄγρ. καὶ ἀπαίδευτος verb. Nach Harpocr. begreift es bes. auch τοὺς σφόδρα ἐπτοημένους περὶ τὰ παιδικὰ καὶ χαλεποὺς παιδεραστάς, s. Aesch. 1, 52 u. Ar. Nub. 348; ἂγριοι ἔρωτες Plat. Phaed. 81 a; ἄγριος κυβευτής Menand., wie Suid. erkl. ὁ λίαν περὶ τὸ κυβεύειν ἐσπουδακώς. – 3) vom Felde unb ebaut, τόπος Plat. Phaed. 113 c Legg. X, 905 b; ὄρη Dio 16, 12. [ll. 22, 313 ist wegen Länge der letzten Sylbe ι lang]. – Adv. ἀγρίως, wild, heftig, ἀγρίως ἐσϑίειν Antiphan. Ath. VII, 304 a; ἀγρίως καὶ χαλεπῶς dem πρᾴως ἀνέχεσϑαι entgegengesetzt, Plut. an seni 7; auch ἄγρια steht so Hes. Sc. 236 ἄγρια δερκόμενος, ὡς ἄγρια παίσδεις Theocr. 20, 6, u. Sp. D.
-
18 ἐπι-κοπή
-
19 ἐπι-δέω
ἐπι-δέω (s. δέω), darauf, daran binden; τὸ κράνος πρῶτον περιδησάμενος τὸν λόφον ἤμελλ' ἐπιδήσειν Ar. Ran. 1038, wie Her. das med. braucht, καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσϑαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες, sich Helmbüsche auf die Helme binden, 1, 171. Auch vom Verbinden der Wunden, ἐπιδῆσαι, Plut. Cat. min. 70; ἐπιδεδεμένοι τὰ τραύματα, die, denen die Wunden verbunden worden sind, Xen. Cyr. 5, 2, 32; vgl. ἐπιδεδεμένους τὸν μέν τινα ἀντικνήμιον, τὸν δὲ χεῖρα 2, 3, 19.
-
20 ἐπ-ώδυνος
См. также в других словарях:
τραύματα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύμαθ' — τραύματα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl τραύματι , τραῦμα wound neut dat sg τραύματε , τραῦμα wound neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύματ' — τραύματα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl τραύματι , τραῦμα wound neut dat sg τραύματε , τραῦμα wound neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
μότωμα — μότωμα, τὸ (Α) [μοτώ (Ι)] 1. μοτός κατασκευασμένος για τραύματα 2. στουπί, πλέγμα λινών νημάτων για τοποθέτηση πάνω σε τραύματα … Dictionary of Greek
σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων … Dictionary of Greek
ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… … Dictionary of Greek
τραυματολογία — η 1. τμήμα της χειρουργικής που καταγίνεται με τα τραύματα. 2. επιστημονική πραγματεία για τα τραύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Verwundeter — Als Trauma (v. griech. τραύμα; Pl.: Traumata, v. griech. τραύματα) bezeichnet man in der Medizin oder Biologie eine Schädigung, Verletzung oder Wunde, die durch Gewalt von außen entsteht. Die Lehre der Verletzungsarten und ihrer Behandlung wird… … Deutsch Wikipedia