-
1 νεανικός
1 fresh, active, vigorous, fine,νεανικώτατε Id.Eq. 611
; κρέας ν. a fine large piece, Id.Pl. 1137;λοπάς Alex.188.2
; of trees, Thphr.HP5.1.11 ([comp] Comp.); more splendid,Pl.
R. 363c.2 high-spirited, impetuous, gay, τὸ νεανικώτατον the most dashing feat, Ar.V. 1205;ἀρχὴ καλὴ καὶ ν. Pl.R. 563e
;γενναῖον καὶ ν. ἔρωτα Id.Ly. 204e
;ν. τε καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Id.R. 503c
;μέγα καὶ ν. φρόνημα D.3.32
;οὐ γὰρ ἡγεῖτο λαμπρὸν οὐδὲ ν. Id.21.131
, cf. 201.3 in bad sense, headstrong, insolent,τὸ ν. τοῦ λόγου Pl.Grg. 508d
; ἢ σοῦ τις -ώτερος ib. 509a;δημοκρατία ἡ -ωτάτη Arist.Pol. 1296a4
.4 of things, vehement, mighty,ψῦξις -ωτάτη Hp.VM16
;αἱμορραγία Id.Prorrh. 1.134
; ;βούλευμα Id.Fr.185.6
: freq. in later Prose,ἐπιθυμία ν. Arist.EN 1148a21
; ; νόσημα ib. 602b29;χειμών Thphr.Ign.17
.II Adv. - κῶς in a youthful manner,ἐστείλαμεν ἑαυτοὺς ν. X.Eph.5.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεανικός
См. также в других словарях:
νεανικός — ή, ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.) 2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός μσν.… … Dictionary of Greek