Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νήϊα

См. также в других словарях:

  • νηία — νηίᾱ , νήιος fem nom/voc/acc dual νηίᾱ , νήιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νηίᾱ , νηιος of fem nom/voc/acc dual νηίᾱ , νηιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νήια — Νήϊα , Νήϊον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήια — νήιος neut nom/voc/acc pl νήιος neut nom/voc/acc pl νηιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήιος — νήϊος, ΐη, ον θηλ. και ος, αττ. τ. νεῑος, α, ον, δωρ. τ. νάϊος, ΐα, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλοίο ή που είναι κατάλληλος για την κατασκευή πλοίου («νήϊα ξύλα», Ησίοδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νήϊα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • SAMOS — I. SAMOS oppid. Magnae Graeciae, apud oram Calabriae ulterioris Lycophr. Steph. nunc Crepacuore Barrio, apud Locros, seu Hieracium Urbem, inde 6. mill. pass. in Boream, ubi Pythagoras habitâsse dicitur. II. SAMOS vulgo SAMO hodieque a fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • ξυνήια — ξῡνήια , ξυνήιος common neut nom/voc/acc pl ξυνήϊα , σύνειμι 2 ibo go imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»