-
1 νάρθηκας
νάρθηκας οпритвор храма. Составляет самую западную часть храма и обыкновенно отделяется от средней части храма глухой стеной. Эта часть храма соответствует двору ветхозаветной скинии, куда могли входить не только иудеи, но и язычники. В притвор христианского храма могли входить не только оглашенные и кающиеся, известные под именем слушающих, но и иудеи (по крайней мере с 4 в.), еретики, раскольники и язычники для слушания слова Божия и поучения. В притворе совершаются литии во время всенощного бдения, повечерие, полунощница и оглашениеЭтим.< дргр. νάρθηξ / νάθρηξ, возможно от санскр. nada «камыш, стебель» (из-за продолговатой удлиненной формы притвора) -
2 νάρθηκας
]-ηξ (-ηκος)] ο1) архит. портик, корабль; неф (церкви); 2) бот. ферула, нартек; 3) мед. шина -
3 νάρθηκας
νάρθηξgiant fennel: masc acc pl -
4 νάρθηκας
dış dehliz (kilisede) -
5 νάρθηκας
szyna (f) rzecz. -
6 νάρθηκας
splintΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νάρθηκας
-
7 νάρθηξ
νάρθηξ, ηκος, ὁ, 1) eine hochwachsende Doldenpflanze, ferula, mit knotigem, markvollem Stengel, in welchem Prometheus den Feuerfunken vom Himmel auf die Erde holte, Hes. O. 52 Th. 597; bes. wurde der Stengel von den Bacchanten bei den Festen des Dionysus gebraucht, Eur. Bacch. 147. 251 u. öfter; dah. νάρϑηκας ἐς ἱερούς, Mel. 1377; auch als Stock zum Schlagen gebraucht, Xen. Cyr. 2, 3, 20; Plut. Pomp. 18; die Aerzte schienten Beinbrüche damit, vgl. ναρϑηκίζω. – 2) ein Käsichen od. eine Büchse, Arzneien darin aufzubewahren, Luc. adv. indoct. 29; auch nannten die Aerzte ihre Schriften von den Arzneimitteln νάρϑηκες u. ναρϑήκια. – Uebh. ein Kasten, wie in einer kostbaren νάρϑηξ Alexander der Gr. die Aristotelische διόρϑωσις des Hom. mit sich führte, die daher ἡ ἐκ τοῦ νάρϑηκος hieß, Plut. Al. 8; vgl. Wolf Proleg. p. CLXXXIII.
-
8 ὁσίοω
ὁσίοω, heilig machen, heiligen, weihen, Sp.; – auch durch Sühnopfer von einer Schuld befreien, τὸν κατιόνϑ' ὁσιοῦν καὶ καϑαίρεσϑαι, Dem. 23, 73; wie auch φυγαῖσιν ὡσίουν αἷμα, Eur. Or. 514, durch Verbannung reinigen. – Med., στόμα εὔφημον ἅπας ὁσιούσϑω, Eur. Bacch. 70, Jeder halte seinen Mund rein, spreche nichts Unheiliges; vgl. ἀμφὶ νάρϑηκας ὁσιοῦσϑε, ib. 114; – ὁσιοῠν τινα τῇ γῇ, einem Todten die gebührende Ehre erweisen, ihn mit Erde bedecken aus Frömmigkeit, Philostr. u. einzeln bei a. Sp.
-
9 ἐπιῤ-ῥήγνῡμι
ἐπιῤ-ῥήγνῡμι (s. ῥήγνυμι), = ἐπιῤῥήσσω, πύλας ἐπιῤῥήξασ' ἔσω, mit Gewalt zuwerfen, Soph. O. R. 1244, wie Hesych. ἐπιῤῥήσσει durch ἐπικλείει erkl.; – dabei zerreißen, πέπλον δ' ἐπέῤῥηξ' ἐπὶ συμφορᾷ Aesch. Pers. 987; νάρϑηκας ἐπιῤῥηγνύντες Alciphr. 3, 51.
-
10 πρόδομος
-
11 πρόναος
πρόναος οпритвор храма, см. νάρθηκας -
12 καλυπτήρ
3 pl., tiles, IG22.463.71, D.H.6.92;κ. ἀνθεμωτοί IG22.1627.306
(sg.), BCH35.76 (Delos, ii B.C.), IG7.3498.61 (Oropus, ii B.C.), Demioprat. ap. Poll.10.157.4 metaph., οἱ τῆς πόλιος κ. 'pillars of society', Herod.2.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλυπτήρ
-
13 ἐπιρρήγνυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρήγνυμι
-
14 ἐπισφίγγω
A bind tight, tighten,κημούς Ph.1.698
; νάρθηκας (splints) Gal.18(2).398;πέδιλα ἐ. τοὺς πόδας Luc.Am.41
; ἐ. τινὰ πήχεσι in the arms, AP5.242 (Maced.); ἐ. τοὺς ἀναγωγέας tie the shoe-strings tight, Ath.12.543f;μοσχεύματα Gp.10.12.3
: metaph.,shut up tightly, [ θησαυροὺς]κακῶν Ph.1.108
; ἐ. τὴν ἀμφισβήτησιν complicate it, opp. λύειν, S.E.M.2.96 ; also ἐ. τὴν νήτην screw it tighter, tune the instrument, Ael.VH9.36 : metaph., 'screw up', intensify, ὀδύνας ( ὠδίνας cod.) Ph.1.680.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισφίγγω
-
15 ἵξις
A coming, E.Tr. 396 (prob.l.);οὐ πτύσις ἀλλ' ἀναγωγὴ καλέεται, τῆς ἄνω ἴξιος [τῆς ὁδοῦ] τοὔνομα ἔχουσα Aret. SA2.2
;οἶνος ὠκὺς ἐς τὴν ἄνω ἴξιν Id.CA2.4
.2 passage through, οὐδαμῆ.. κατὰ τὴν τοῦ θώρηκος ἴ. Hp.Acut.15 (but perh. simply, 'at no point in the θ.') ; ἵξιν παρέχεσθαι allow free passage, dub. in Sch. Epicur.Ep.1p.8U. (fort. εἶξιν).II direction, straight line, esp. vertical line, καθημένῳ πόδες ἐς τὴν ἄνω ἴ. κατ' ἰθὺ γούνασι his feet when he is seated should be vortically opposite his knees, Hp.Off.3; ἐπιδεῖν δεξιὰ ἐπ' ἀριστερά, ἀριστερὰ ἐπὶ δεξιά, πλὴν κεφαλῆς· ταύτην δὲ κατ' ἴξιν vertically, ib.9; βάλλεσθαι χρὴ τὸ ὀθόνιον κατ' αὐτὴν τὴν ἴ. τοῦ ἕλκεος directly over the wound, Id.Fract.26; τοὺς νάρθηκας.. μὴ κατὰ τὴν ἴ. τοῦ ἕλκεος προστιθέναι ibid.; ὁκόσα κοινωνεῖ τοῖσι τῆς κνήμης ὀστέοισι καὶ αὐτέῃ τῇ ἴξει ib.9 codd. (κατὰ τὴν ἴξιν Gal.18(2).423
; κατ' αὐτὴν τὴν ἴ. Ermerins).2 κατ' ἴξιν c. gen., corresponding to, on the same side as, ἤλγησεν κατὰ βουβῶνα, σπληνὸς κατ' ἴ., i.e. on the spleen or left side of the body, Hp.Epid.1.26.γ, cf. 4.35,37, Art.33, Fract.16, 18, Mul.1.17; τῶν ὀδόντων τῶν τε ἄνω καὶ τῶν κάτω κατ' ἴ. Id.Art.31; = ex ipsa parte, Cass.Fel.37; ἐν πυρετοῖσι ἀπὸ σπληνὸς καὶ ἥπατος διὰ ῥινῶν αἱμορραγέουσι, κατ' ἴ. τοῦ σπλάγχνου τοῦ μυκτῆρος ῥέοντος the nostril corresponding to the organ in question, Aret.SA 2.2; ἡ κατ' ἴ. κληίς the corresponding (i.e. liver or right side) collarbone, ib.2.7, cf. CA1.10; κατὰ τὴν ὄπισθεν ἴ. at the back of the leg, Hp.Art.60.3 more generally, in line with, κατ' ἴ. τοῦ πυγαίου ποιησάμενον τὴν σανίδα ib.75; κατ' ἴ. τῇ ἐντομῇ τῇ ἐς τὸν τοῖχον ib.47. -
16 ὑβριστής
A violent, wanton, licentious, insolent man,ὑβριστῇσι.. τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι Il.13.633
; ,9.175, 13.201; of the suitors (cf.ὕβρις 1.1
),ὑ. καὶ ἀτάσθαλοι 24.282
;στρατὸν ὑβριστὴν Μήδων Thgn.775
;Πέρσαι φύσιν ἐόντες ὑ. Hdt.1.89
;ἀνδρῶν δυναστέων παῖδες ὑβρισταί Id.2.32
; στρατὸν θηρῶν ὑ., of the Centaurs, S.Tr. 1096: also in Prose, And.4.14, Lys.24.15, Ep.Rom.1.30, etc.; in a milder sense, sarcastic, Pl.Prt. 355c.2 esp., opp. σώφρων, lustful, lewd, Ar.Nu. 1068 (anap.), X.Cyr.3.1.21, etc.;ὁ εἰς ὁτιοῦν ὑ. Aeschin.1.17
; ὑ. πενίης insolent towards.., AP9.172b (Pall.).4 of natural forces,ὑβριστὴς Τυφάων Hes.Th. 307
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑβριστής
См. также в других словарях:
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek
νάρθηκας — ο 1. μέρος μπροστά από τον κυρίως ναό. 2. (βοτ.), είδος φυτού: Νάρθηκας ο γλαυκός, αλλ. κουρκούτα. 3. (ιατρ.), κατασκευή για την ακινητοποίηση σπασμένου μέλους του σώματος: Του βάλανε νάρθηκα στο πόδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νάρθηκας — νάρθηξ giant fennel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πρόναος — Έτσι ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Βυζαντινούς, ο περίστυλος χώρος που βρισκόταν μπροστά από τον κυρίως ναό. Ήταν γνωστός και ως πρόθυρο ή πρόδρομος. Στη χριστιανική αρχιτεκτονική, ο π. ονομαζόταν νάρθηκας και συχνά ήταν… … Dictionary of Greek
φέρουλα — η, ΝΑ, και φερούλα και φερούλη Ν βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη ή σκιαδανθή, με 130 περίπου είδη, από τα οποία τρία είναι αυτοφυή στην… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Δαμαλά, επισκοπή — Βυζαντινή ερειπωμένη εκκλησία, κοντά στο χωριό Δαμαλάς της Τροιζηνίας (σημερινή Τροιζήνα), στην τοποθεσία της αρχαίας Τροιζήνας και στη θέση ακριβώς του αρχαίου ναού της Αφροδίτης. Η αρχική εκκλησία (15,15 x 9,20 μ.), σταυροειδής με τρούλο, που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek