-
1 μαδάσκομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαδάσκομαι
-
2 μαδάω
2 of hair, fall off, Ael.NA15.18; of persons, to be bald, Ar.Pl. 266, Longus 3.32, cf. Gal.16.88;μ. τὰς τρίχας Sotion p.186
W.;ἐάν τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλή LXX Le.13.40
: abs., ἐὰν μαδήσῃ if there is baldness, Hp.Mul.2.189. -
3 μαδίζω
-
4 μάδισις
A = μάδησις (s.v.l.),μ. τριχῶν Hp. Epid.2.1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάδισις
-
5 πλαδαρός
Grammatical information: adj.Meaning: `damp, watery, spongy, soft, flaccid, tasteless' (Hp., A. R., Dsc.).Derivatives: πλαδαρ-ότης f. `flaccidity' (Epicur.), - όομαι `to become soft' (Aq.), - ωσις f. (medic.), - ωμα n. (Suid.). Besides πλαδάω `to be watery, soft' (Hp., Arist., Ph.) with - ησις f. (Sor.); also - ωσις f. (Aët.) as from *-όω; πλάδος m. `dampness, sponginess' with - ώδης (Hp.), - όεις (sch.); πλάδη f. `id.' (Emp.), perh. backformation from πλαδάω.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Expressive words, to be found esp. in the medic. lit.. With πλαδ-αρός: - άω: - ος agree the semantically close rhiming words κλαδ-αρός: - άω: - ος, μαδ-αρός: - άω: - ος; thus ῥυπ-αρός: - άω: - ος a.o.; s. Chantraine Form. 227. The genetic relation of these forms remains unclear; cf. on κραδάω, κράδη. -- No agreements outside Greek; formally closest is a Balt. verb for `swim', e.g. Lith. példu (példžiu), peldė́ti. If on separates the d (cf. κλαδαρός: κλάω (?)) one may connect expressions for `pour, spill etc.' in Lith. pilù pìlti (with zero grade) and Arm. heɫum (* pel-nu-mi) a.o.; s. WP. 2, 54f. a. 66, Pok. 798f., Fraenkel s. vv. Earlier, dated attempts in Bq (also Specht Ursprung 171 a. 228). -- (Not to πλέω, πολύς). - The word can hardly be IE; is it Pre-Greek?Page in Frisk: 2,547-548Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλαδαρός
См. также в других словарях:
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… … Dictionary of Greek
σκαμ(μ)ωνία — η, ΝΑ ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την… … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
φλυδαρός — ά, όν, Α υγρός ή πλαδαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλυδῶ + επίθημα αρός (πρβλ. μαδ αρός, πλαδ αρός). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο pu2rudaro] … Dictionary of Greek