Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δυσ-μενής

См. также в других словарях:

  • ζαμενής — ο (Α ζαμενής, ές, ποιητ. επίθ.) 1. πολύ ανδρείος, πολύ δυνατός, ορμητικότατος 2. βίαιος, δυσμενής («ζαμενής λόγος», Σοφ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ζαμενές με ανδρεία, δυνατά νεοελλ. ζωολ. ζαμενής ως ουσ. το φίδι δεντρογαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * +… …   Dictionary of Greek

  • μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… …   Dictionary of Greek

  • ευρυμενής — εὐρυμενής, ές (Α) ευρύς και ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + μενής (< μένος), πρβλ. δυσ μενής, ευ μενής] …   Dictionary of Greek

  • επιδυσμενούμαι — ἐπιδυσμενοῡμαι, έομαι (Α) είμαι ή γίνομαι δυσμενής απέναντι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *δυσμενούμαι (< δυσ μενής), τ. που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • προμένεια — ἡ, Α προσωνυμία προφήτιδας τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μένεια (< μενής < μένος), πρβλ. ευ μένεια, δυσ μένεια] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»