Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μέλλῃσιν

См. также в других словарях:

  • μέλλησιν — μέλλησις being about to do fem acc sg μέλλω to be destined pres subj mp 2nd sg (epic) μέλλω to be destined pres subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλῃσιν — μέλλω to be destined pres subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλησις — μέλλησις, ἡ (Α) [μέλλω] 1. ετοιμότητα, προπαρασκευή, ιδίως πολεμική, εξοπλισμός 2. σκοπός που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ αὐτοὺς καὶ διέφυγον», Θουκ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»