Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μέθυσμα

См. также в других словарях:

  • μέθυσμα — (ΑM, Μ και μέθυσμαν, τὸ) [μεθύω] μέθη, μεθύσι αρχ. μεθυστικό ποτό …   Dictionary of Greek

  • μέθυσμα — an intoxicating drink neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυσμάτων — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθύσματι — μέθυσμα an intoxicating drink neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθύσματος — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χασισοποσία — η η πόση χασίς και το μέθυσμα που προκαλείται απ αυτό: Το χαν ρίξει στη χασισοποσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»