-
1 μάλθης
μάλθαmixture of wax and pitch: fem gen sg (attic epic ionic)μάλθαmixture of wax and pitch: fem gen sg (attic epic ionic)μάλθηmixture of wax and pitch: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 μάλθα
A mixture of wax and pitch (cf. Fest.p.119 L.) for caulking ships,μάλθῃ τὴν τρόπιν παραχρίσας Hippon.50
; for laying over writing-tablets, τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον Ar.l.c.;ἐν μάλθῃ γεγραμμένη μαρτυρία D.46.11
; μάλθης ἄναγνα σώματ' ἐκμεμαγμένα fashioned of wax (and melting with terror), S.Ichn.140.III also expld. by μαλακία καὶ τρυφ[ερ]ή, and ῥύπος ξηρός, Hsch. -
3 ἐκμάσσω
ἐκμάσσω, [dialect] Att. [suff] ἐκμαρτῠρ-ττω, [tense] pf. ἐκμέμᾰχα ([suff] ἐκμάρτῠρ-κα codd.) cj. in D.H.Dem.4: [tense] aor. 2 [voice] Pass. - εμάγην [pron. full] [ᾰ] Pl.Tht. 191d; also [tense] aor. I part.Aἐκμαχθείς Hsch.
:—wipe off, wipe away,κάρᾳ κηλῖδας ἐξέμαξεν S.El. 446
; ἔκμασσε [ τὸ αἷμα] E.HF 1400;ἀλωπεκίας ὀθονίῳ Archig.
ap. Gal.12.406:—[voice] Med., wipe away one's tears, AP5.42 (Rufin.).2 wipe dry,ὑπὸ σπόγγου Hp.Acut.65
([voice] Pass.), cf. Herod.6.9; [ τοὺς ἔμπροσθεν πόδας] ἐ. εἰς τοὺς μέσους, of bees, Arist.HA 624b1.II of an artist, mould or model in wax or plaster, αὑτὸν ἐκμάττειν τε καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους to mould and adapt oneself to.., Pl.R. 396d; of pessaries, Hp.Steril.230:—so in [voice] Med., Id.Nat.Mul. 109; ὧν ἔτι θερμὰ κονία.. ἐκμάσσεται ἴχνη of whose yet warm footsteps the dust receives the impress, Theoc.17.122; express, imitate,ἵππου γενεήν Nic.Th. 740
;τὸν Λυσιακὸν χαρακτῆρα ἐκμέμακται D.H.Dem.13
(so in [voice] Act., ib.4 codd., dub.); ἐς τὸ ἀκριβέστατον ἐξεμάξατο τὸν διδάσκαλον he was the image of his master, Alciphr.3.64:—[voice] Pass., μάλθης ἄναγνα σώματ' ἐκμεμαγμένοι (v.l. -μένα) S.Ichn.140; ἐκεῖνος αὐτὸς ἐκμεμαγμένος his very image, Cratin.255;βασιλέως..εἰκόν' ἐκμεμ. IGRom.1.1190
([place name] Memnon); ὃ ἂν ἐκμαγῇ whatever be impressed, whatever impression be made (cf. ἐκμαγεῖον), Pl.Tht. 191d; τὴν ἰδέαν τοῦ παιδὸς ἐκμεμάχθαι had impressed upon him the image of the boy, Plu.Cic.44; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκμάσσω
-
4 μάλθη
Grammatical information: f.Meaning: `mix of wax and pitch', to caulk ships, and for on writing tables (Cratin. 204); after H. also = τρυφερή (adj.; correct?); also name of a big see-animal (Ael., Opp.; after the weak or waxlike flesh?, Strömberg Fischnamen 32,), but the word has nothing to do with μαλθακός.Other forms: also μάλθᾰ (Ar. Fr. 157) μάλθης, - θῃ (Hippon., S., D.); on the variation -η: -ᾰ Solmsen Wortforsch. 265)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάλθη
См. также в других словарях:
μάλθης — μάλθα mixture of wax and pitch fem gen sg (attic epic ionic) μάλθα mixture of wax and pitch fem gen sg (attic epic ionic) μάλθη mixture of wax and pitch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Δωρίου, δήμος — Νέος δήμος (4.069 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Άνω Δωρίου, Βασιλικού, Δωρίου, Κόκλα, Κούβελα, Μάλθης, Χαλκιά, Χρυσοχωρίου και Ψαρίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… … Dictionary of Greek