Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκμαγεῖον

См. также в других словарях:

  • ἐκμαγεῖον — napkin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκμαγεῖα — ἐκμαγεῖον napkin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκμαγείοις — ἐκμαγεῖον napkin neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκμαγείου — ἐκμαγεῖον napkin neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκμαγείων — ἐκμαγεῖον napkin neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκμαγείῳ — ἐκμαγεῖον napkin neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Timaios — Platon (links), den Timaios haltend, und Aristoteles; Ausschnitt aus Raffaels Die Schule von Athen (1510–1511), Stanza della Segnatura, Vatikan Der Timaios (griechisch Τίμαιος, latinisiert Timaeus; auch …   Deutsch Wikipedia

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • ποδεκμαγείον — και ποδεκμάγιον, τὸ, Α κομμάτι υφάσματος για το σκούπισμα τών ποδιών, πετσέτα για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] …   Dictionary of Greek

  • σωματεκμαγείον — τὸ, Α πετσέτα τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] …   Dictionary of Greek

  • χειρεκμαγείον — τὸ, Α χειρόμακτρο, πετσέτα χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»