-
1 Μόσχους
Μόσχοςyoung shoot: masc acc pl -
2 μόσχους
μόσχος 1young shoot: masc acc plμόσχος 2calf: masc acc pl -
3 μόσχος
μόσχος, ὁ, vgl. ὄσχος, Sprosse einer Pflanze, bes. junger, biegsamer Zweig, Ruthe, μόσχοισι λύγοισιν, Il. 11, 105 (vgl. λύγος); Ableger, Nic. Th. 72; Theophr. – Uebertr., von Sprößlingen der Menschen u. Thiere mit dem Nebenbegriffe des Jungen, Zarten; νεαγενής, vom Orest, Eur. I. A. 1623, öfter; ἀγελαῖα βοσκήματα μόσχων, Bacch. 677; auch von Mädchen, σκίρτημα μόσχου σῆς, Hec. 526, vgl. 205; Andr. 712; junger Löwe, Bacch. 1183; junge Kuh, μόσχους ἀμέλξας. Cycl. 388; ἐπὶ μόσχῳ εἰςῆλϑ' ᾀσόμενος Βοιώτιον, Ar. Ach. 13, um den Preis eines Kalbes singen; auch in Prosa, Plat. Apol. 20 a, vgl. οὐ πῶλον κλητέον, ἀλλὰ μόσχον, Crat. 393 c; Folgde; auch ein schon ausgewachsener junger Ochse, der aber noch nicht ins Joch gespannt ist, so der ägyptische Apis, Her. 3, 28; χελιδόνος, Ael. N. A. 7, 47 aus Achae. – Bei Sp. auch der stark riechende Moschus.
-
4 ἀ-μέλγω
ἀ-μέλγω (mulgere), melken, Hom. fünfmal, Od. 9, 238 μῆλα, πάντα μάλ' ὅσσ' ἤμελγε, 244. 341 ἑζόμενος δ' ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας, 308 ἤμελγε κλυτὰ μῆλα; Iliad. 4, 434 ὄιες ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν; – μόσχους Eur. Cycl. 388; Theocr. 11, 75; γάλα Her. 4, 2. – Med., saugen lassen, Opp. C. 1, 437. – Uebh. vom Auspressen, Aussaugen flüssiger Dinge, bei Sp. D.; φάρμακον ἀμέλξω Theocr. 23, 25; φίλτρον Bion. 1. 48; vom Wein νέκταρ ὀπώρης ἀμ. Nonn. 12, 320; vgl. Maced. 32 (IX, 645); νέκταρ ἀμέλγονται Ion bei Ath. X, 447 d; ἰκμάδα λειριόεσσαν ἀμ., das zarte Naß lecken, Nonn. 26, 196; vom Blutegel, saugen, Nic. Al. 506; von Bienen Nonn. 5, 246; auch der Mond, πῠρ ἠελίοιο ἀμ., Nonn. 5, 166. – Uebertr., wie unser aussaugen, ξένους καρπίμους Ar. Equ. 326.
-
5 αμελγω
1) доить(μῆλα, αἶγας Hom.; μόσχους Eur.; βόας Theocr.; перен. med. ξένους καρπίμους Arph.)
ὄϊες ἀμελγόμεναι γάλα Hom. — овцы, из которых выдаивают молоко2) выдаивать(τὸ γάλα Her.; γάλα πολύ Arst.)
3) выдавливать, выжимать(γάνος ἐκ βοτρύων Anth.)
4) высасывать, выпивать(τὸ φάρμακον Theocr.)
-
6 μοσχος
Iὅ1) отпрыск, побег, ветка(μόσχοι λύγοι Hom.)
2) бычок, теленок Her. etc.3) молодой лев, львенок Eur.4) отрок, юноша Eur.5) ( о пчелах) молодое поколение, молодьIIἥ1) телка или молодая корова(μόσχους ἀμέλγειν Eur.)
2) девочка, молодая девушка Eur. -
7 εὐνουχιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνουχιστέον
-
8 μόσχος
μόσχος (A), ὁ,A young shoot or twig, δίδη μόσχοισι λύγοισι (v. λύγος) Il.11.105, cf. Thphr.CP5.9.1; ὁ μ. τῶν φύλλων leaf-stalk, petiole, Dsc. 2.179, cf. 4.15,34.------------------------------------A calf, young bull, which form the god Apis was believed to assume, Hdt.3.28, cf. 2.41, PCair.Zen.78.6 (iii B.C.), Sammelb. 6279.7 (iii B. C.): as fem., heifer, young cow,μόσχους ἀμέλγειν E.Cyc. 389
, cf. Ba. 736; πεζαὶ μ., = ἑταῖραι, Eup.169; ᾄδειν ἐπὶ μόσχῳ for the prize of a calf (nisi leg. ἐπὶ Μόσχῳ), Ar.Ach.13.4μ. θαλάσσιος
seal,Edict.Diocl.
8.37.------------------------------------μόσχος (C), ὁ,A musk, Aët.1.131, Alex. Trall.12; interpol. in Dsc. Eup.1.145 (om. Wellmann). (Borrowed from Pers. mušk.) -
9 ὀρούω
A : [tense] fut. : [tense] aor.ὤρουσα Pi.O.9.102
, A.Eu. 113 ; [dialect] Ep.ὄρουσα Il. 2.310
, Hes.Sc. 437, part.ὀρούσας Il.11.359
, E.IT 297: (cf. ὄρνυμι):— dart, rush forward, Hom., both of men and things (v. infr.): Hom. always joins it with words expressing motion to a place,ἐς δίφρον ὀρούσας Il.11.359
;ἐς βυσσὸν ὄρουσεν 24.80
;πρός ῥα πλατάνιστον ὄ. 2.310
;ἐπ' ἀλλήλοισιν ὄρουσαν 14.401
, Hes.Sc. 412, 436, cf. Theoc.6.13 ; or motion from a place,αἰχμὴ ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν Il.13.505
, al., cf. Hes.Sc. 437 ; ;ἐκ τάξεων ὤρουσε E.Ph. 1237
;μόσχους ὀρούσας ἐς μέσας Id.IT 297
;ὤρουον ἄλλος ἄλλοσε Id.HF 972
: c. acc. cogn.,πήδημ' ὀρούσας A.Ag. 826
; simply, move,ὀ. βραδέως Archestr.Fr.24.3
: metaph., (lyr.);ὡς ὀρούσῃ πρὸς δίκας ἀγῶνα Id.El. 1441
(lyr.);πρὸς θάνατον ὀρούειν Philem.214
.2 c. gen. objecti, rush at, strive after, Pi.P.10.61.3 c. inf., to be eager to do, Id.O.9.102.4 generally, rise, tower,ἐκ.. κεφαλῆς δίδυμον κέρας ἰθὺς ὀρούει Opp.C.3.474
.—Poet. Verb, [dialect] Ep., Lyr., and Trag., once in Ar. (Fr. 523, in prov., πέρδιξ ὄρουσον 'look sharp') and once in Philem.l.c. -
10 ἁπαλός
ἁπαλός, ή, όν (Hom.+; PEdg 22, 9=Sb 6728 [257/56 B.C.] text restored, superl.: of barley; LXX; TestNapht 1:7; Jos., Bell. 2, 120; Ath. 27, 1 ψυξή) tender (not hard or tough) of the young shoots of the fig tree ὅταν ὁ κλάδος αὐτῆς ἁ. γένηται when its branch becomes tender, i.e. sprouts Mt 24:32; Mk 13:28 (a favorite expression relative to plants in Theocr. 5, 55; 8, 67; 11, 57; 15, 113). Of calves (Gen 18:7) δώδεκα μόσχους ἀ. GJs 4:3 (w. var. in the mss.; not pap).
См. также в других словарях:
Μόσχους — Μόσχος young shoot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχους — μόσχος 1 young shoot masc acc pl μόσχος 2 calf masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενανθρώπηση — Η ενσάρκωση του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Ιησού, σύμφωνα με τη χριστιανική δογματική, που αποτελεί μεγάλο μυστήριο της χριστιανικής πίστης, αλλά και τη βάση της σωτηρίας των ανθρώπων. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία, όταν έφτασε το… … Dictionary of Greek
θωριά — η 1. η εξωτερική εμφάνιση κάποιου, η όψη, το παρουσιαστικό, η θεωρία 2. η χροιά, το χρώμα («έχασε τη θωριά του» α. [για πρόσ.] ωχρίασε από φόβο, έχασε το χρώμα του β. [για πράγμα] ξεθώριασε) 3. βλέμμα («ελόγιασα να τή θωρώ, κι ώς τη θωριά να… … Dictionary of Greek
ιερομοσχοσφραγιστής — ἱερομοσχοσφραγιστής, ὁ (Α) ιερέας που σφράγιζε τους ιερούς μόσχους οι οποίοι προορίζονταν για θυσία για να βεβαιώσει ότι είναι κατάλληλοι γι αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + μοσχοσφραγιστής] … Dictionary of Greek
μεταμοσχεύω — (Α μεταμοσχεύω) εγκεντρίζω, μπολιάζω με τη μέθοδο τής μεταμόσχευσης νεοελλ. εκτελώ μεταμόσχευση οργάνου ή εμβρύου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) μεταφυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μοσχεύω «αποσπώ μόσχους και τους φυτεύω»] … Dictionary of Greek
μοσχοθύτης — μοσχοθύτης, ὁ (Α) αυτός που θυσιάζει ή σφάζει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχο + θύτης (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. βοο θύτης, μηλο θύτης] … Dictionary of Greek
μοσχομάγειρος — μοσχομάγειρος, ὁ (Α) αυτός που πουλά μόσχους, κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + μάγειρος «κρεοπώλης»] … Dictionary of Greek
μοσχοτρόφος — μοσχοτρόφος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, μηλο τρόφος] … Dictionary of Greek
μοσχοτόμος — μοσχοτόμος, ον (Α) αυτός που σφάζει μόσχους, ο θυσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
Τιμίου Προδρόμου, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια. 1. Γορτυνίας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Αρκαδίας, NA της Δημητσάνας, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλόπολης. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στο 1167, ενώ άλλη… … Dictionary of Greek