-
1 ωρούσα
-
2 ὠροῦσα
-
3 ώρουσα
-
4 ὤρουσα
-
5 ορουω
(fut. ὀρούσω, aor. ὤρουσα - эп. ὄρουσα) устремляться, стремительно бросаться, ринуться(ἐς δίφρον, πρὸς πλατάνιστον, ἐπ΄ ἀλλήλοισιν Hom.; ἐκ τάξεων Eur.)
ὤρουον ἄλλος ἄλλοσε Eur. — они разбежались кто куда;ὀ. πρὸς δίκης ἀγῶνα Soph. — неожиданно оказаться в борьбе со справедливостью, т.е. стать жертвой возмездия;πήδημα ὀ. Aesch. — устремиться (одним) прыжком, стремительно прыгнуть -
6 ὀρούω
A : [tense] fut. : [tense] aor.ὤρουσα Pi.O.9.102
, A.Eu. 113 ; [dialect] Ep.ὄρουσα Il. 2.310
, Hes.Sc. 437, part.ὀρούσας Il.11.359
, E.IT 297: (cf. ὄρνυμι):— dart, rush forward, Hom., both of men and things (v. infr.): Hom. always joins it with words expressing motion to a place,ἐς δίφρον ὀρούσας Il.11.359
;ἐς βυσσὸν ὄρουσεν 24.80
;πρός ῥα πλατάνιστον ὄ. 2.310
;ἐπ' ἀλλήλοισιν ὄρουσαν 14.401
, Hes.Sc. 412, 436, cf. Theoc.6.13 ; or motion from a place,αἰχμὴ ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν Il.13.505
, al., cf. Hes.Sc. 437 ; ;ἐκ τάξεων ὤρουσε E.Ph. 1237
;μόσχους ὀρούσας ἐς μέσας Id.IT 297
;ὤρουον ἄλλος ἄλλοσε Id.HF 972
: c. acc. cogn.,πήδημ' ὀρούσας A.Ag. 826
; simply, move,ὀ. βραδέως Archestr.Fr.24.3
: metaph., (lyr.);ὡς ὀρούσῃ πρὸς δίκας ἀγῶνα Id.El. 1441
(lyr.);πρὸς θάνατον ὀρούειν Philem.214
.2 c. gen. objecti, rush at, strive after, Pi.P.10.61.3 c. inf., to be eager to do, Id.O.9.102.4 generally, rise, tower,ἐκ.. κεφαλῆς δίδυμον κέρας ἰθὺς ὀρούει Opp.C.3.474
.—Poet. Verb, [dialect] Ep., Lyr., and Trag., once in Ar. (Fr. 523, in prov., πέρδιξ ὄρουσον 'look sharp') and once in Philem.l.c.
См. также в других словарях:
ὠροῦσα — ὠρέω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρουσα — ὀρούω dart aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek