Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μυρσίνης

См. также в других словарях:

  • μυρσίνης — μυρσίνη myrtle fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • μυρσινοειδής — ές (Α μυρσινοειδής, ές) 1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη 2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες αρχ. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • μύρτο — το (Α μύρτον) ο καρπός τής μύρτου, τής μυρσίνης, το σμύρτο, το μούρτο νεοελλ. στον πληθ. τα μύρτα α) φυλλοφόρα κλαδιά μυρτιάς («στόλισαν την εκκλησία με μύρτα») β) ανατ. σαρκώδεις προεξοχές στην είσοδο τού κόλπου τής γυναίκας οι οποίες αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • Grevena — Gemeinde Grevena Δήμος Γρεβενών (Γρεβενά) …   Deutsch Wikipedia

  • Mario Vitti — (griechisch Μάριο Βίττι; * 1926 in Konstantinopel) ist ein italienischer Neogräzist und emeritierter Professor für Neogräzistik der Università della Tuscia in Viterbo, Italien. Mütterlicherseits ist Vitti griechischer Herkunft, in der… …   Deutsch Wikipedia

  • Витти, Марио — Марио Витти (ит. Mario Vitti род. 1926 Константинополь)  итальянский исследователь новой греческой филологии, почётный профессор новой греческой филологии Университета Tuscia в Витербо, Италия. Содержание 1 Биография 2 Работы …   Википедия

  • MYRTI vel Lauriramus seu virga — in conviviis olim, prolyra circumferebatur, cum qua accumbentes, qui fidibus nesciebant, seolia, i. e. convivialia carmina cantarent. Hesychius, μυρσίνης κλάδον ἢ δάφνης παρα ποτὸν ἦν σύνηθες διδόναι τοῖς κατακειμιένοις ἐκ διαδοχῆς ὑπὲρ τοῦ ᾆσαι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MYRTUS — arboris nomen, quoe in Euiopae citeriorei caelo, quod a Cerauniis montibus incipit, primum Circeiis, in Elpenoris tumulo, visa tradidtur, Plin. l. 15. c. 29. Fuitque, ubi nunc Roma est, antequam Roma conderetur. Quippe ita traditur: myrteâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εναφέψω — ἐναφέψω (Α) 1. βράζω μέσα σε νερό βότανο ή άλλο φάρμακο, παρασκευάζω αφέψημα 2. μέσ. (για βότανα) λαμβάνομαι ως αφέψημα («μυρσίνης ἐναφεψημένος», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»