-
1 μυρσίνης
μυρσίνηmyrtle: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 μυρσίνη
μυρσίνη, ἡ, = μυῤῥίνη; μυρσίνας στέφανον, Pind. I. 7, 67; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους, El. 778; Anacr. 30, 1, im plur.
-
3 πλόκος
-
4 στέφω
στέφω, rings od. dicht umgeben (vgl. Buttm. Lexil. I p. 96), umhüllen, umschließen; ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε, rings um das Haupt hüllte sie ihm eine dichte Wolke, Il. 18, 205; übertr., ϑεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ein Gott umhüllt die unansehnliche Gestalt mit Redegabe, so daß jene vor dieser verschwindet, Od. 8, 170; λοιβαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει, sie über ihn ausgießen, Soph. Ant. 427; τύμβον λοιβαῖσι καὶ καροτόμοις χλιδαῖς στέψαντες, El. 53; vgl. Aesch. Ch. 93, τοῖσι πέμπ ουσιν τάδε στέφη; u. Eur. Or. 1321, τὸν τάφον στέψασα καὶ σπείσασα νερτέροις χοάς; überall der ursprüngliche Begriff des Umgebens festzuhalten. – Gew. kränzen, bekränzen; vielleicht ist so schon Hesiod. O. 75 zu nehmen, ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνϑεσιν εἰαρινοῖσι, welche Stelle übrigens mit ihrer Umgebung für unächt gehalten wird; αἰδοῠ σὺ πρύμναν πόλεος ὧδ' ἐστεμμένην, Aesch. Suppl. 340; Eum. 44; u. übh. ehren, ὅπως αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ἢ τὰ νῠν δωρούμεϑα, Soph. El. 450; καί σε παγχρύσοις ἐγὼ στέψω λαφύροις, Ai. 93; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; σὲ ἐπὶ κάρα στέψουσι καλλικόμαν πλόκαμον, I. A. 1080; ἐπειδὰν ὁ ἱερεὺς τοῠ Ἀπόλλωνος στέψῃ τὴν πρύμναν τοῠ πλοίου, Plat. Phaed. 58 c; ἐρίῳ στέψαντες, Rep. III, 398 a, s. oben; Luc. vrbdt στέφεσϑαι τὰ Ὀλύμ πια, de merced. cond. 13.
-
5 κλών
κλών, ωνός, ὁ, = κλάδος, junger Schoß, Schößling, Zweig, Theophr.; κλῶνα μυρσίνης Eur. El. 324; δαφνηφόρους κλῶνας Ion 423; νέος Plat. Prot. 334 b; Pfropfreis, Xen. Cyn. 10, 7; ἀπηόριοι Antiphil. 12 (IX, 71).
-
6 αποσχιζω
2) отрывать(μυρσίνης φόβην Eur.)
3) отделять, ответвлять(ποταμὸς ἀπέσχισται ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος Her.; ἀποσχιζόμεναι ἀπὸ τῶν ὄψεων ἀκτῖνες Arst.)
φεύγειν τινὰ καὴ ἀποσχίζεσθαι Plat. — избегать общения с кем-л.4) отвлекать, склонять к отпадению(τινά Plat., Plut. и τινὰ ἀπό τινος Her.)
5) прерыватьἀ. τινὰ τοῦ λόγου Arph. — перебивать чью-л. речь
-
7 καταγεμω
(только praes. и impf.) быть обремененным, отягощенным(λείας Polyb.; δάφνης καὴ μυρσίνης Diod.)
-
8 κλων
-
9 μυρρινη
1) мирт(μυρσίνης κλάδοι Eur.)
2) миртовая ветвь(μυρσίνας στέφανος Pind.)
3) миртовый венок Arph.4) pl. место продажи миртовых ветвей и венковἐν ταῖς μυρρίναις Arph. — на миртовом рынке
-
10 μύρτος
1 spray of myrtle ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο (τὸ δὲ μύρτοις, ὅτι μυρσίνης στεφάνοις ἐν Θήβαις στεφανοῦνται οἱ νικῶντες τὰ Ἰολάεια. Σ.) I. 4.70 ἀν]δησάμεναι πλοκάμους μύρτων ὑπ[ Πα. 13a. 17. -
11 μυρσίνη
μυρσῐν-η [pron. full] [ῐ], [dialect] Att. [full] μυρρίνη IG12.313.150, 22.949.18, 1235.14, Thphr.HP1.14.4, etc.: ἡ:—A myrtle, Myrtus communis, Archil.29, Lysipp.9, Alex.98.25, Arist.HA 627b18;μυρσίνας στέφανος Pi.I.8(7).74
, cf. IG ll. cc.;μυρσίνης φόβη E.Alc. 172
.2 μ. ἀγρία Butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144.3 in pl., the myrtle-wreath-market,ἐν ταῖς μ. Id.Th. 448
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρσίνη
-
12 πλόκος
πλόκ-ος, ὁ,II wreath or chaplet, πλόκοι σελίνων the parsley- wreath at the Isthmian games, Pi.O.13.33;μυρσίνης πλόκοι E.El. 778
;π. ἀνθέων Id.Med. 841
(lyr.); π. χρυσήλατος ib. 786.2 plaited bowstring, Lyc.915. -
13 στέφω
Aἔστεφον Il.18.205
, A.Th.50;στέφον Hes.Op.75
: [tense] fut.στέψω S.Aj.93
, E.Tr. 576 (anap.): [tense] aor. :—[voice] Med., [tense] fut.στέψομαι Ath.15.676d
: [tense] aor.ἐστεψάμην AP9.363.3
(Mel.), D.H.Rh.1.6, etc., ([etym.] ἐπ-) Il. 1.470:—[voice] Pass., [tense] fut.στεφθήσομαι Gal.Protr.13
: [tense] aor. (lyr.): [tense] pf. , Pl.Phd. 58a, etc.; [dialect] Ion. [tense] pf. part.ἐστεθμένος Schwyzer 725
(Milet., vi B.C.), cf. στέθματα.—στεφανόω is more freq., esp. in Prose:— put round,ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Il.18.205
;ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Od.8.170
; μνημεῖα πρὸς ἅρμ' Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον hung them round it, A.Th. 50; λάφυρα δαΐων.. ἁγνοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν ib. 279:—[voice] Med., put round one's head,ποίην AP9.363
(Mel.); σκόροδα prob. in Ath.15.676d;κύκλους ἐλαίης Orph.A. 325
;ἰούλους Anacreont.42.10
.II encircle, crown, wreath,τινὰ ἄνθεσι Hes.Op.75
;σε παγχρύσοις λαφύροις S.Aj.93
;κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις E.Alc. 759
; ;κάρα κισσῷ E.Ba. 341
;σ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Pl.Phd. 58c
;νεκρόν Lyc.799
;στήλην Call.Epigr.8
, cf. AP7.657 (Leon.); ὁ στρατηγὸς ἔστεψέν [τινα] εἰς γυμνασίαρχ[ον] Wilcken Chr. 41 ii 8 (iii A.D.):— [voice] Med., στέφου κάρα crown thy head, E.Ba. 313;ἀμφὶ δὲ φύλλοις στεψάμενοι A.R.1.1124
;βάκχοισιν κεφαλὰς περιανθέσιν ἐστέψαντο Nic.Fr. 130
:—[voice] Pass., to be crowned, A.Supp. 345; τινι with a thing, Id.Eu.44; τινος Nonn.D.5.282: with acc. of the games in which the prize is won,στεφθεὶς παγκράτιον CIG4380m10
([place name] Oenoanda);ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Luc.Merc.Cond.13
; ποσσάκις ἐστέφθης δρόμον; IG14.1603 ([place name] Rome); στεφθεὶς στάδιν ( = στάδιον) ib.1108 (ibid.); of a magistracy,στεφέσθω Ἀχιλλεὺς κοσμητείαν PRyl.77.34
(ii A.D.):— [voice] Med.,Ἴσθμια καλλικόμοις στεψάμενον πίτυσιν Orph.Fr. 290
;στεψάμενοι σταδίοις APl.5.371
.2 wreathe a bowl or cup with leaves, Alex.119.6, cf. Ar.Fr. 380;γυλλὸς ἐστεμμένος SIG57.26
(Milet., v B.C.); γυλλοὶ ἐστεθμένοι Schwyzer l.c.3 crown or honour with libations, χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν ς. S.Ant. 431;τύμβον λοιβαῖσι.. στέψαντες Id.El.53
; ὅπως.. αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ib. 458, cf. E.Or. 1322.III [voice] Pass., στέφανον τὸν ἐκ τῆς βύβλου στεφόμενον twined of papyrus, Ath.15.676d codd.:—[voice] Act., στέφουσα, title of a statue by Praxiteles, v.l. for στεφανοῦσα in Plin. HN34.70. (τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Arist.Fr. 101
(arguing from Hom.); cf. ἐπιστέφω, ἐπιστεφής; the orig. sense and etym. are doubtful.)
См. также в других словарях:
μυρσίνης — μυρσίνη myrtle fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
μυρσινοειδής — ές (Α μυρσινοειδής, ές) 1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη 2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες αρχ. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
μύρτο — το (Α μύρτον) ο καρπός τής μύρτου, τής μυρσίνης, το σμύρτο, το μούρτο νεοελλ. στον πληθ. τα μύρτα α) φυλλοφόρα κλαδιά μυρτιάς («στόλισαν την εκκλησία με μύρτα») β) ανατ. σαρκώδεις προεξοχές στην είσοδο τού κόλπου τής γυναίκας οι οποίες αποτελούν… … Dictionary of Greek
Grevena — Gemeinde Grevena Δήμος Γρεβενών (Γρεβενά) … Deutsch Wikipedia
Mario Vitti — (griechisch Μάριο Βίττι; * 1926 in Konstantinopel) ist ein italienischer Neogräzist und emeritierter Professor für Neogräzistik der Università della Tuscia in Viterbo, Italien. Mütterlicherseits ist Vitti griechischer Herkunft, in der… … Deutsch Wikipedia
Витти, Марио — Марио Витти (ит. Mario Vitti род. 1926 Константинополь) итальянский исследователь новой греческой филологии, почётный профессор новой греческой филологии Университета Tuscia в Витербо, Италия. Содержание 1 Биография 2 Работы … Википедия
MYRTI vel Lauriramus seu virga — in conviviis olim, prolyra circumferebatur, cum qua accumbentes, qui fidibus nesciebant, seolia, i. e. convivialia carmina cantarent. Hesychius, μυρσίνης κλάδον ἢ δάφνης παρα ποτὸν ἦν σύνηθες διδόναι τοῖς κατακειμιένοις ἐκ διαδοχῆς ὑπὲρ τοῦ ᾆσαι… … Hofmann J. Lexicon universale
MYRTUS — arboris nomen, quoe in Euiopae citeriorei caelo, quod a Cerauniis montibus incipit, primum Circeiis, in Elpenoris tumulo, visa tradidtur, Plin. l. 15. c. 29. Fuitque, ubi nunc Roma est, antequam Roma conderetur. Quippe ita traditur: myrteâ… … Hofmann J. Lexicon universale
εναφέψω — ἐναφέψω (Α) 1. βράζω μέσα σε νερό βότανο ή άλλο φάρμακο, παρασκευάζω αφέψημα 2. μέσ. (για βότανα) λαμβάνομαι ως αφέψημα («μυρσίνης ἐναφεψημένος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek