-
1 μονό-κροτος
-
2 κρότος
Grammatical information: m.Meaning: `beat of the feet, clapping of the hands, of rowers etc., noise, clapping, applause' (Att. etc.).Compounds: Often as 2. member, e.g. μονό-, δί-, τρί-κροτος `with one, two, three rows of rowers' (E., X., Plb.; Morrison Class. Quart. 41, 122 ff.), ἱππό-κροτος `beaten by horses, sounding from the beat of horses' (Pi., E.), ἀπό-κροτος `beaten hard' (Th., X.).Derivatives: κροτέω, also with preflx, esp. συν-, in diverse meanings, `rattle (make), beat, stamp' (O 453, IA.) with κρότημα (S., E.), - ησμός (A. Th. 561, after ὀρχησμός? Chantraine Formation 141), - ησις ([Pl.] Ax., Ph. Bel.), - ητικός (Dosith.). - κρόταλα n. pl. `clapper, castanets' (h. Hom., Pi., Hdt.), sg. metaph. `boaster' (Ar., E.), with κροτάλια n. pl. `(clappering) ear-rings' (pap.), NGr. κροταλίας, - ίτης `clappersnake?' (Redard Les noms grecs en - της 83), κροταλίζω `clapper' (A 160, Hdt. usw.) with - ίστρια, - ιστρίς `castanetteplayer' (pap.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: On κρόταφος, - φίς s. v. As soundverb compare κροτέω with κομπέω, κοναβέω, δουπέω, βρομέω, partly denomin., partly intensive deverbatives (see s. vv. and Schwyzer 726 w. n. 5). The earlier and more often attestations of κροτέω compared with κρότος speak for the priority of the verb. - The only usable comparison gives a German. verb with inner (orig. only presential?) nasalising, OE hrindan, hrand, OWNo. hrinda, hratt `push' (IE * kre-n-t-? Pok. 621); the analysis rests only on the comparison with κροτ-, and must prob. be rejected. - Wrong connections in Bq s. v.Page in Frisk: 2,26Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρότος
-
3 μονόκροτος
μονό-κροτος ναῦς, a vesselGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόκροτος
-
4 μονόκροτος
μονό-κροτος, sich durch einen Schlag bewegend, mit einer Reihe Ruderbänke -
5 μονοκροτος
См. также в других словарях:
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek
θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
χτύπος — ο 1. χτύπημα, κρούση, βάρεμα. 2. κρότος. 3. ρυθμικός ήχος: Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγότανε. 4. παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)